Έχω τη συνήθεια να περιδιαβαίνω
συχνά διαθέσιμα στο διαδίκτυο αρχεία, αναζητώντας με βάση το λήμμα «Καλαμάτα».
Σε μια από αυτές τις αναζητήσεις, έπεσα πάνω σε 13 κείμενα, δημοσιευμένα στην
εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, από 13 Ιουλίου μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1911, που περιλαμβάνουν ταξιδιωτικές
εντυπώσεις του συντάκτη τους, του δημοσιογράφου Ευάγγελου Ν. Λαχανοκάρδη.
Ο Λαχανακάρδης επισκεπτόταν το
θέρος εκείνο την δυτική Πελοπόννησο, με τελικό προορισμό την Καλαμάτα. Αν και
υπάρχουν δημοσιευμένα κείμενα και για την Αχαΐα και την Ηλεία, τα 13 δημοσιεύματα
αφορούν τη Μεσσηνία, ξεκινώντας από την Κυπαρισσία, τα Φιλιατρά και καταλήγοντας
στην Καλαμάτα. Γοητευμένος από το φυσικό τοπίο, περιγράφει με ανεξάντλητο γλαφυρό
λυρισμό τα κάλλη της περιοχής και κρίνει την εξέλιξη της πόλης υπό το πρίσμα και
του ενθουσιασμού του που πυροδοτήθηκε από το κίνημα του 1909. Και την κρίνει με
αυστηρότητα, παραδίδοντας χρήσιμα στοιχεία για την εποχή εκείνη στον αναγνώστη
του σήμερα.
Επειδή από μια πρόχειρη έρευνα
δεν βρήκα να έχουν δημοσιευθεί κάπου, αντέγραψα ένα από αυτά, εξασκούμενος
παράλληλα στο πολυτονικό. Όποιος έχει την διάθεση να προχωρήσει παραπάνω, ή
απλώς θέλει να τα διαβάσει, με χαρά θα του στείλω όλα τα δημοσιεύματα.
ΕΜΠΡΟΣ 10/9/1911
ΑΝΑ ΤΗΝ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΝ
ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑΙ
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
(ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΟΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΟΥ ΜΑΣ)
ΚΑΛΑΜΑΙ, Αὔγουστος.
– Πλὴν τοῦ στομωθέντος διὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἀνοίγματος τῆς πόλεως πρὸς την Ὑπαπαντήν,
καὶ ἄλλα τινὰ ἐρειπιώδη οἰκήματα κατερρίφθησαν καὶ 1 – 2 πλατεῖαι ἠνοίχθησαν εἰς
τό ἐσωτερικόν τῆς πόλεως, ἀλλ’ ἄμορφοι καὶ αὐταί, ἐγκαταλειφθεῖσαι καὶ ἀκατέργαστοι
μὲ ὀλίγα ἀσθενικὰ καὶ ἀπροστάτευτα δενδρύλλια διὰ γαρνίρισμα. Αὐταὶ ἦσαν ὃλαι αἰ ἀπὸ τῆς τελευταίας
δεκαετίας προσπάθειαι τῆς δημοτικῆς αρχῆς πρὸς ἀνακαίνισιν πρὸς ἀ ν α ν έ ω σ ι ν τοῦ ἐσωτερικοῦ τῶν Καλαμῶν. Σταγόνες έν ὠκεανῶ
καὶ κόκκοι ἂμμου ἐν ἐρήμῳ. Ἡ ὂψις τῆς πόλεως οὐδαμῶς παρήλλαξε. Ἡ πόλις ἐξακολουθεί
νὰ μὴ ζῇ, νὰ μὴ ἀναπνέῃ, νὰ μὴ εἶνε καθαρὰ, νἀ πνίγεται εἰς σκόνην, ἣ εἰς
βόρβορον μέσα εἰς τὸν παλαιὸν τῆς λαβύρυνθον.
Θέλετε νὰ λάβετε συνολικὴν εἰκόνα τῆς ὃψεως τῶν Καλαμῶν; Ἀνέλθετε εἰς τὸ
φρούριον. Τὸ ἐκ τοῦ ἀπεσπασμένου ἐκείνου καὶ εἰς τὸ ἀνατολικὸν ἂκρον τῆς πόλεως
ἀποτόμως ὑψουμένου βράχου καταρρέον φραγκοενετικόν φρούριον, ἀπό τὰ πλευρά τοῦ ὀποίου,
ἀρχίζει νὰ θάλλῃ δάσος – καὶ τὶ ὡραῖον δάσος. Ἡ ἐκτυλισσομένη ἐκ τοῦ ὓψους του
σκιαγραφία πανόραμα. Κάτω μαρμαίρει γόησσα ἡ θάλασσα. Ὁ λιμὴν καὶ ἡ παραλία τῶν
Καλαμών κατά μῆκος καὶ καθέτως τῆς ὁποίας περίκομψοι – καὶ ἐπί σχεδίου εὐτυχώς
– ἐγείρονται αἱ νέαι Καλάμαι διαφαίνονται θελκτικαὶ διἀ μέσου τοῦ ακολάστως
κυριαρχούντως πρασίνου. Μία πλατεία στακτόχρους ταινία ἐλικοειδὴς λείχουσα τὸ
φρούριον κατέρχεται ἀπὸ τὸ «Λιθωμένο Φεῖδι», ἂλλο στοιχειὸ τῆς ἡμίσειαν ὣραν
μακράν ἀγρίας φάραγγος πρὸς τὴν θάλασσαν. Εἶναι ὁ Νέδων, τέμνων σχεδόν τὴν
Πόλιν. Καὶ πέραν αὐτῆς ὁ ἀτέρμων πράσινος κάμπος, ἀπό τὰ στήθη τοῦ ὁποίου ἐκφεύγουν
αἱ λάμψεις παραδόξου ἐρυθρωπῆς γῆς. Καὶ αἱ Καλάμαι; Ἲδετέ τας πῶς προβάλλουν ἀπέραντοι
καὶ έρυθροσκεπεῖς ὑπό τοὺς πόδας σας. Ἀθόρυβαι, ἢσυχοι, μαλακαί, ὡς νὰ
λουφάζουν ὡς νὰ ὑπνώττουν εἰς τὴν δροσεράν ἀγκάλην τοῦ παραδείσου των. Ἀλλά
Καλάμας ἒχετε ὑπό τὰς ὂψεις σας καὶ πόλιν δὲν βλέπετε. Κεραμίδια μόνον βλέπετε κόπτοντα μὲ τὸν
ζωηρόχρωμον χρωματισμόν τὴν πρασίνην μονοτονία τοῦ μαγικού πλαισίου. Οὒτε μία
γραμμή ὁδού, οὒτε μία γωνία πλατείας, οὒτε μία πλευρά ἣ ἀέτωμα οἰκίας,
προβάλλουν διὰ νἀ ποικίλλουν καὶ φαιδρύνουν καὶ ἐξωραΐσουν τὴν πνιγμένην εἰκόνα
τοῦ συμφύρματος ἐκείνου καὶ τοῦ συνοθυλεύματος, ὑπό τό ὁποίον καταπλακωμένη καὶ
ἐμπεπλεγμένη καὶ κουβαριασμένη ἡ πόλις πάσχει ἀνίκανος νὰ ροφήσει τὴν δρόσον καὶ
τὸ φῶς τοῦ παραδεισίου περιβάλλοντος.
Καὶ πρὸ τῆς θλιβερᾶς αύτῆς εἰκόνας σᾶς ἒρχεται εἰς τὸν νοῦν ἡ τόσον ἀγρία
και τόσον ὠμὴ μὲ τὴν λακωνικήν της γραφικότητα καὶ μὲ τὴν ἀκανθωτή τῆς αλήθειαν
φράσις ἐνὸς Καλαματιανοῦ ἐμπερικλείουσαν ὃλην τὴν αἰματηρὰν ὀδύνην τῆς
καταστάσεως∙
- Διὰ νὰ γίνῃ ἡ Καλαμάτα πρέπει νὰ καῇ ἀπό τἠν Ντοναία ἓως τὸ Κάστρο ἢ
νὰ τὴν πλημμυρήσῃ ὁ Νέδων.
Βεβαίως ἡ τελευταία δεκαετίαν ἐσημείωσε πρόοδον εἰς τὰ δημοτικά
πράγματα τῶν Καλαμῶν. Διότι ἐσταμάτησε ὀλίγον τὴν σῆψιν τοῦ παρελθόντος. Καὶ
μία νέα πνοή κάποιας φιλοτιμίας καὶ ἐντροπής ἣρχισε νὰ πνέει εἰς τὰ στήθη τῶν άρχόντων
της ὑπό τὴν δύναμιν τῆς ὁλοέν προϊούσης ἀφυπνίσεως καὶ ὠθήσεως καὶ ἐξεγέρσεως
μιᾶς ὑγιεστέρας καὶ ἰσχυρωτέρας καὶ μᾶλλον ἀνεξαρτήτου κοινής γνώμης. Καὶ ἐπήλθε
μὲν μεταβολή εἰς τὰ πρόσωπα. Ἀλλά παρενοήθη καὶ διεστρεβλώθη καὶ ενοθεύθη ἡ
μεταβολή εἰς τὰ πράγματα. Δὲν ἠθέλησαν ἢ δὲν ἠδύναντο νὰ ἐννοήσουν τὶ ἐχρειάζοντο
αἱ Καλάμαι διὰ ναρχίσουν νὰ λαμβάνουν τὴν μορφὴν καὶ τὴν ζωήν πόλεως. Ἀντί
κατόπιν μελέτης καὶ ἐπί τῇ βάσει τῶν μᾶλλον ἐπειγουσών καὶ στοιχειωδῶν ἀναγκῶν
τῆς πόλεως νὰ καταστρώσουν εὐρύ σχέδιον μεταρρυθμίσεων, εἰς τὴν πραγματοποίησιν
τοῦ ὁποίου νὰ προβούν βαθμηδόν μὲν ἀλλά συστηματικῶς ἀπὸ τῶν μᾶλλον ἀπαραιτήτων
καὶ ἀναγκαίων πρὸς τὰ ἐπιδεικτικώτερα καὶ πολυτελέστερα τῶν ἒργων, αὐτοί ἢρχισαν
ἀπό τὰ τελευταία καὶ παρέβλεψαν τὰ πρῶτα. Ἀντί ναρχίσουν ἀπό τὸ ἂνοιγμα τῆς
πόλεως, ἀπό τὸ ξεκοίλιασμα μιᾶς ρυμοτομίας, ἀπό τὴν κατασκευήν ἑνός δικτύου ὑπονόμων,
ἀπό τὴν κατασκευήν ἐνός ὑδραγωγείου δι’ οὗ θὰ ὑδρεύετο δροσερώτερα, ὑγιεινότερα
καὶ φθηνότερα ἠ πόλις, ἀπό τὴν κατασκευήν σφαγείων, ἀπό τὴν κατασκευήν σχολείων
- ἒργα τὰ ὁποῖα θὰ ἒδιδον εἰς τὰς Καλάμας τὴν αληθῆ εἰκόνα καὶ τὴν ἀληθῆ ζωήν
τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴν ζωήν τοῦ ανθρωπισμοῦ ἢρχισαν ἀπό τὸ ἠλεκτρικόν φῶς.
Καλός καὶ ἀγιος καὶ θαυμάσιος ὁ ἠλεκτροφωτισμός εἰς πόλιν εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἂρχοντές
της τῆς ἠρνήθησαν τὸν ἡλιακόν φωτισμόν. Δύναταί τις ναρνηθῇ αὐτήν τὴν πρόοδον -
τού ἠλεκτρικού φωτός; Πρόοδον ὃμως φωτίζουσαν περισσότερον τὰς ἂλλας ἀσχημίας
καὶ ἐλλείψεις τῆς πόλεως, πρόοδον φωτεινότερα δεικνύουσαν τὴν ἂλλην ὀπισθοδρόμησιν,
εἰς ἣν ἐκράτουν καταδικασμένην τὴν πόλιν των. Ἠλεκτροφωτισμός. Ἀλλ’ ἒπρεπε νὰ
υπάρχουν δρόμοι διὰ νὰ ἠλεκτροφωτίζωνται. Ἠλεκτροφωτισμός ό ὁποῖος χάνεται εἰς
τὸ σκότος τοῦ λαβυρίνθου.
Ἡ πόλις χωρίς νὰ ἒχῃ οὒτε μίαν ὑπόνομον
εἶνε ὃλη ὑπονομευμένη ἀπό τὴν φρίκην τῆς κόπρου, ἡ ὁποία ἀπό δεκάδων ἐτῶν καθ’ ἑκάστην
σωρευομένη καὶ ἐμποτίζουσα καὶ λιπαίνουσα τὸ ἒδαφος, ἐφ’ οὗ ζῆ ἡ πόλις,
δηλητηριάζει τὴν ἀτμοσφαῖραν της καὶ ἀπειλεῖ τὴν ὑγείαν της.
Ὡραία, δροσερά, κατάψυχρα καὶ ὀλίγον
βαρειὰ τὰ νερὰ τῶν πανάρχαιων πηγαδιῶν ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑδρεύεται ἡ πόλις. Φλέβες
τοῦ Ταϋγέτου, ἀλλὰ νερά μὲ τὸν κίνδυνον τῆς μολύνσεως ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν. Καὶ ἐκ
τῶν κάτω καὶ ἐκ τῶν ἂνω. Διότι εἷνε ἀσκέπαστα τὰ φρέατα. Σπανίως σπανιώτα
καθαριζόμενα. Καὶ όταν καθαρίζωνται οἷον
Μουσεῖον ζωικόν καὶ παλαιοντολογικόν ἐξάγεται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Καὶ γελέκα καὶ
στολαί καὶ κομβία καὶ κόκκαλα – σκελετοί παιδιῶν κάποτε ἀνεσύρθησαν καὶ, καὶ,
καὶ… Δὲν ἀναφέρομεν καὶ τὶ ἂλλα ἀκόμα ἀνεσύροντο. Ἀκριβώτατα δὲ στοιχίζουσα 200
καὶ 300 δρ. τὸ ἒτος αὐτή ἡ ὓδρευσις εἰς ἒκαστον κατάστημα καὶ ἑκάστην οἰκογένειαν
διὰ τῆς πολυδαπάνου καὶ μεταφορᾶς τοῦ ὓδατος κατὰ βαρέλαν πρὸς 5 καὶ 10 καὶ 20
λεπτὰ τὸν χειμῶνα ἡ βαρέλα. Ἐχρειάζετο δὲ ἀληθῶς τὸ θαυμάσιον, τὸ ὐπέροχον, τὸ
γοητευτικόν, τὸ παραδείσιον κλίμα τῶν Καλαμῶν διὰ ν’ ἀντέχῃ καὶ ἀντιδρᾷ καὶ ἐξουδετερώνει
ἀρκετά τους ανθυγιεινοτάτους αὐτούς ὃρους, ὑπό τοὺς ὁποίους διαβιοῖ ἡ πόλις. Ἀλλὰ
περί ὐπονόμων, περὶ σφαγείων, περὶ ρυμοτομίας, περὶ ὑδραγωγείου οὐδὲ σκέψις ἐγένετο.
Ὡς νὰ τὰ εἶχε ὃλα ἡ Καλαμάτα καὶ μόνον τὸ ἠλεκτρικόν νὰ τῆς ἒλειπε. Ἀλλά τὸ ὴλεκτρικόν
κτυπᾷ εἰς τὰ μάτια. Θαμβώνει τὰ μάτια. Παρασύρει τὴν πρώτην ἐντύπωσιν τοῦ
ξένου. Ἒχομεν τὴν ἐπίδειξιν, τὴν ἐξωτερικήν, τὴν ἀπατηλήν λάμψιν τοῦ πολιτισμοῦ. Τί τὴν θέλομεν τὴν οὐσίαν, τὴν ζωὴν, τήν ἀλήθειαν
τοῦ πολιτισμοῦ;
- Ἡμεῖς τὸ ἐκάμαμεν – μᾶς ἒλεγεν ἐξέχον μέλος τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου
Καλαμῶν – ὃπως ἓνας ξυπόλυτος ὁ ὁποῖος δὲν βλέπει τὴν ξυπολυσιά του ἀλλ’ ἀγοράζει
γάντια καὶ καπέλλα τῆς τελευταίας μόδας. Δὲν ἒχομεν δρόμους καὶ πνιγόμαστε τὸν
χειμῶνα καὶ ἒχομεν ἠλεκτρικό. Καλό εἶνε καὶ αὐτό, ἀλλά νὰ εἲχαμε πρωτήτερα
δρόμους. Καλὰ νὰ πᾶμε στὸν πόλεμο, ἀλλά νάχουμε τουφέκια…
Στρογγυλώτατα, γραφικώτατα, ἀληθέστατα, σταράτα λόγια.
Ὡς πρὸς τὴν ρυμοτομίαν τῆς πόλεως ἐπαινετή ἀληθῶς ἠ πρόθεσις τοῦ πρώην
δημάρχου κ. Κουτσομητοπούλου μὲ τὸ άνοιγμα τῆς ὁδοῦ Ὑπαπαντῆς περί ἧς ἒγράφομεν
χθές. Ἀλλ’ ὡς ἐπιπολαίως ἐμελετήθη καὶ ἐξετελέσθη, ὡς δὲν ἐξετελέσθη, καὶ ἐσπαταλήθη,
ἐζημίωσεν τὸ ταμεῖον τοῦ Δήμου καὶ ὰσχήμησε περισσότερον καὶ ἐστενοχώρησε τὴν
πόλιν.
Αὐτὸ εἶναι ὃλον τὸ ἐνεργητικὸν, τὸ μέγα καὶ βαρύ καὶ φωτεινὸν ἐνεργητικὸν,
τὸ ὁποῖον ἒχουν νὰ ἐπιδείξουν αἱ δύο προηγηθεῖσαι τῆς διανυομένης ταύτης
δημαρχικαὶ περίοδοι. Ὀ πρὸ τῶν ἐξόχως ἐπειγουσῶν ἂλλων ἀναγκών τῆς πόλεως
σπεύσας ὀλίγον ἠλεκτροφωτισμός καὶ ἡ προβληθεῖσα ἀπόπειρα τοῦ ἀνοίγματος τῆς Ὑπαπαντῆς.
Ἐνεργητικόν πενιχρώτατον καὶ εὐτελέστατον ἀπέναντι προϋπολογισμῶν 2,500,000 δρ.
καὶ πλέον δαπανηθέντων κατὰ τὴν ὀκταετίαν καὶ δανείου συναφθέντος 500 χιλ.
δραχμών.
Ἀλλ’ ὁπωσδήποτε καὶ μὲ τὰ ψυχία αὐτά καὶ τὰ σταγωνίδια ἢρχισεν ἐπιτέλους
νὰ διακόπτεται ἡ νέκρωσις καὶ ἡ ἀποτελμάτωσις τοῦ παρελθόντος χωρίς ἒν τούτοις ἡ
διαύγεια τοῦ πνεύματος καὶ ἡ συναίσθησις τῆς εὐθύνης καὶ τοῦ καθήκοντος ὂχι
μόνον ν’ ἀναλάμψῃ πλήρως, ἀλλ’ ουδὲ νὰ χαράξῃ καλά – καλά εἰς φιλότιμον, εὒρωστον,
ρηξικέλευθον, ριζοσπαστικήν δρᾶσιν. ‘Υφίσταντο ἀκόμη οἱ νέοι τὴν ἐπήρειαν
μακράς παραδόσεως τοῦ παρελθόντος καὶ τὴν νάρκην τῶν ἒξεων αὐτῆς καὶ τὴν πίεσιν
τῶν ἐκ τῆς νέας καταστάσεως θιγομένων καλομαθημένων ἀνόμων καὶ ἐγωιστικών
συμφερόντων καὶ ὠσεί ὐπνωτισμένη ἀκόμη καἰ παραπαίουσα ἐν μέσῳ τοῦ ἀνατέλλοντος
φωτός καὶ τοῦ βραδέως μὲν καὶ μετὰ λύσσης ἀλλὰ σταθερῶς ὑπὸ τὴν λαϊκὴν ἀφύπνισιν
καὶ ὁρμήν ἀποσυρομένου σκότους περισσότερον ἐσύροντο ἀπό τὀ δεύτερον καὶ μὴ
θέλοντες ἣ μὴ δυνάμενοι νανοίξωσι καλὰ τοὺς ὀφθαλμούς των πρὸς τὸ πρῶτον.
Θὰ ἲδωμεν κατά πόσον καὶ πὼς προσεπάθησεν νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν ἀληθῶς
φωτεινήν τροχιὰν τῶν συμφερόντων τών Καλαμών ἡ λήγουσα αὐτὴ δημαρχική περίοδος.
ΕΥΑΓ. Ν. ΛΑΧΑΝΟΚΑΡΔΗΣ