Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Αναιδείς σκέψεις για το ρουσφέτι ΙΙ: Το τρίγωνο και ο κύκλος

(Δημοσιεύτηκε 28.9.2010 στο www.kalamadata.gr εδώ)

Αν ρωτήσουμε το “μέσο” πολίτη σε ποιο βαθμό η ρουσφετολογική πρακτική αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή για τα εκλογικά αποτελέσματα και για να είμαι πιο συγκεκριμένος, για το ποιο κόμμα θα υπερισχύσει εκλογικά, είμαι απολύτως σίγουρος ότι η αυθόρμητη απάντηση θα ήταν ενθουσιωδώς υπερθετική: “θα ψηφίσω αυτόν που θα διορίσει το παιδί μου”, ακούμε δεξιά-αριστερά του πολιτικού άξονα και έτσι θεωρούμε και εμείς δεδομένο ότι αυτό θέλει ο λαός, αυτό κάνουν και οι πολιτικοί και με αυτόν τον τρόπο εκλέγονται οι κυβερνήσεις.

Προσπάθησα αναιδώς να το αμφισβητήσω. Σκέφτηκα ότι με βάση τα δικά μου εμπειρικά δεδομένα, ο ψηφοφόρος αναζητά το ρουσφέτι ή πιο κομψά “υποβάλλει το αίτημά του”, πρωτίστως σε πολιτευτές που ανήκουν στο δικό του πολιτικό χώρο, στο κόμμα που έχει συνηθίσει σταθερά και απαρέγκλιτα να ψηφίζει. Ο ψηφοφόρος, απευθύνεται στον πολιτευτή του κόμματος που έχει προεπιλέξει, τον “δικό του άνθρωπο”, με τον οποίο νιώθει άνετα και οικεία και σκέφτεται ότι ήρθε και η ώρα να του ανταποδώσει το καλό που του έχει κάνει με το να του χαρίζει την ψήφο του.

Αντιθέτως, ο πολιτευτής του αντιπάλου κόμματος, είναι ξένος και απόμακρος, έχει τους δικούς του ανθρώπους που έχουν προτεραιότητα και οποιαδήποτε προσέγγισή του έχει να υπερκεράσει και το ψυχικό χάσμα των συναισθημάτων ενοχής που νιώθει ακόμα και ο αμνός που αποδρά από το ποιμνιοστάσιο. Αν τα παραπάνω είναι έστω και κατά το ήμισυ αληθή και τέτοιες μετακινήσεις μάλλον λιγοστές, τότε μπορούμε ήδη από τώρα να πούμε ότι καταρχήν, ο μηχανισμός του ρουσφετιού δεν έχει τη δύναμη να μεταβάλλει την εκλογική συμπεριφορά ουσιώδους τμήματος των ψηφοφόρων.

Το ερώτημα όμως επικρέμαται αμείλικτο: Για ποιο λόγο συντηρείται ο ρουσφετολογικός μηχανισμός;
Το ρουσφέτι συντηρείται από το πολιτικό σύστημα γιατί εξακολουθεί να είναι η πιο κρίσιμη μεταβλητή στον ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων βουλευτών του ιδίου κόμματος. Οι έδρες που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα σε κάθε εκλογική περιφέρεια (π.χ. Μεσσηνία, καλή ώρα) είναι συγκεκριμένες ή σχετικώς εύκολα προβλέψιμες. Ο αριθμός των υποψηφίων είναι πάντα μεγαλύτερος από τον αριθμό των εδρών και συνεπώς: όποιος προσφέρει περισσότερα στο ατομικό συμφέρον του ψηφοφόρου έχει και τις περισσότερες ελπίδες να προσμετρήσει την ψήφο του στο σακούλι του. Πρόκειται για ανταγωνισμό υποψηφίων με παρόμοια πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και κομματική τοποθέτηση με λεία της ψήφους πολιτών της ιδίας κομματικής τοποθέτησης.

Ο ρουσφετολογικός ανταγωνισμός λειτουργεί όμως και σε ένα άλλο επίπεδο. Οφέλη επιδιώκουν και πρόσωπα, τα οποία λόγω του ότι κατέχουν κάποια δημόσια θέση ή γενικότερα έχουν αυξημένη κοινωνική επιρροή, αποκτούν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα στους πολιτευτές και τους πολίτες και με αυτό τον τρόπο αυτοαναγορεύονται σε de facto παράγοντες κάθε εκλογικής διαδικασίας. Τα πρόσωπα αυτά είναι οι γνωστοί “κομματάρχες” και ανάλογα πόσα αιτήματα θα διεκπεραιώσουν επιτυχώς, τόσο ισχυρότερη θα είναι η επιρροή τους στο εκλογικό σώμα και τόσο θα διαγκωνίζονται οι πολιτευτές για την εύνοιά τους.

Αν, όμως, ο ρουσφετολογικός μηχανισμός συντηρείται από τους πολιτευτές-βουλευτές και τους τοπικούς κομματάρχες τους, θα μπορούσε ένας πρωθυπουργός, μια κυβέρνηση, με ισχυρή πολιτική βούληση να τον καταπολεμήσει επαρκώς;

Καταρχήν το ρουσφέτι είναι το διαχρονικό αντίδοτο στα προβλήματα και τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και της στρεβλής οικονομικής ελλαδικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αφού το δημόσιο έχει αναποτελεσματικές διαδικασίες εξυπηρέτησης του πολίτη, χρειάζεται η διαμεσολάβηση του βουλευτή αφού η εργασιακή επισφάλεια και οι εξευτελιστικοί μισθοί καταδυναστεύουν τον πολίτη, η προσκόλληση στο δημόσιο είναι όνειρο ζωής. Υπάρχει ανάγκη, λοιπόν, για ρουσφέτι; Υπάρχει, δίχως άλλο και η καταπολέμησή του περνάει αποκλειστικά από τον εκσυγχρονισμό, την ανασύνταξη ή όπως αλλιώς θέλει να το πει καθένας, του κράτους και της οικονομίας.

Όμως, το καίριο ερώτημα, δεν είναι αν μπορεί η εξουσία να καταπολεμήσει τους ρουσφετολογικούς μηχανισμούς το καίριο ερώτημα είναι αν θέλει. Η συντήρηση του τριγώνου ψηφοφόρος – κομματάρχης – πολιτευτής/βουλευτής είναι αναπόσπαστο μέρος της διατήρησης της επιρροής των κομμάτων στην κοινωνία και της εναλλαγής τους στην εξουσία. Μέσω της αναπαραγωγής του προβλήματος, κάθε κόμμα, τη στιγμή που θέλει, μπορεί να κινητοποιήσει και να επηρεάσει αποφασιστικά τους ευνοημένους από τους φορείς του πολίτες, μέχρι και να στήσει έναν δραστήριο προεκλογικό μηχανισμό. Στο πρόσωπο των ευνοημένων ψηφοφόρων, οι κομματικοί σχηματισμοί δεν βλέπουν ψηφοφόρους βλέπουν σιδηρόφρακτους στρατούς. Αν, μάλιστα, η εξυπηρέτησή τους είναι υπό κάποια αίρεση, π.χ. συμβασιούχοι, και ομήρους. Το ρουσφέτι συντηρείται με τις ευλογίες όλων, γιατί εν τέλει εγκλωβίζει τους ψηφοφόρους στο δίχτυ της ανάγκης του πολιτευτή και του κόμματος.

Και έτσι κλείνει ο κύκλος.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Αναιδείς σκέψεις για το ρουσφέτι: Το συλλογικό φαντασιακό

(Δημοσιεύτηκε 26.9.2010 στο www.kalamadata.gr εδώ)

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος λειτουργίας του ρουσφετολογικού μηχανισμού και το πεδίο δράσης του. Το αίτημα που αγαπήσαμε όλοι (για τις ανάγκες του κειμένου αυτού δεν εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου, γιατί και το αντίθετο να ισχυριστώ δε θα με πιστέψει κανένας), να υπηρετήσουμε τη στρατιωτική μας θητεία σε ένα από τα ευγενή σώματα των ενόπλων δυνάμεων και μάλιστα υπό τις καλύτερες των συνθηκών, είναι ακόμα από τα πλέον συνήθη. Συνηθίσαμε και τα stage, τα επιδοτούμενα προγράμματα, τις μεταθέσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις. Αλλά και τις “ευγενείς” μεσολαβήσεις, αιτήματα σημαντικών οικονομικών και άλλων παραγόντων για επίλυση κάποιας διαφοράς τους με τη διοίκηση σε σχέση με την λειτουργία της επιχείρησής τους. Περιορίζομαι σε συνήθης και “ανώδυνες” διαμεσολαβήσεις, γιατί το ... βαρύ ποινικό είναι για ξεχωριστό άρθρο.

Το διαμάντι του “στεμματος” όμως είναι ο διορισμός. Και αν μικροεξυπηρετήσεις και τακτοποιήσεις φαντάρων φαντάζουν λίγο αδύναμες να σφυρηλατήσουν μακροχρόνιες και ισχυρές σχέσεις μεταξύ του πολιτικού κόσμου και του πολίτη, ο διορισμός το μπορεί. Εδώ δημιουργείται, όμως, μια απορία. Κάθε πολιτευτής τάζει διορισμούς σε εκατοντάδες ψηφοφόρους και τους γόνους τους. Τόσο ο ίδιος όσο και οι ψηφοφόροι του γνωρίζουν εκ των προτέρων και διαπιστώνουν εκ των υστέρων ότι είναι αδύνατον να εκπληρώσει αυτό που υποσχέθηκε στον καθένα. Ενώ θα περίμενε κανείς στις επόμενες εκλογές να “μαυριστεί”, αυτός επανεκλέγεται και με αυξημένη δύναμη. Γιατί;

Το ρουσφέτι δεν λειτουργεί σε αυστηρά διαπροσωπικό επίπεδο, δεν αφορά μόνο τον ψηφοφόρο που συναλλάσσεται. Το ρουσφέτι έχει πολλαπλασιαστική επιρροή στο συλλογικό φαντασιακό των ψηφοφόρων: Η είδηση και μόνο ότι έστω και ένας, δύο ή τρεις “τακτοποιήθηκαν” από τον βουλευτή τους, αρκεί να αναπτερώσει το ηθικό των ψηφοφόρων και να τους ενισχύσει τη βεβαιότητα ότι ο δικός του άνθρωπος μπορεί να βοηθήσει και τους υπόλοιπους χίλιους δέκα τρεις: “Τώρα διόρισε αυτούς, αύριο θα είναι η δική μου σειρά”. 

Πλεονέκτημα και προσόν μεγάλο του πολιτευτή είναι να ασκεί την ιατρική επιστήμη. Επειδή στην ανάγκη τον πιάνεις τον άλλον και το ΕΣΥ έχει τις γνωστές του αδυναμίες, η εξασφάλιση με ένα τηλεφώνημα μια κλίνης σε νοσοκομείο εξαργυρώνεται σε ευγνωμοσύνη μετατρεπόμενη σε ψήφο. Είναι γνωστό ότι γιατροί που επιθυμούν μελλοντικά να πολιτευτούν εξυπηρετούν προθύμως ασθενείς προερχόμενους από την περιφέρειά τους και απέχουν συστηματικά από το να δέχονται χρηματικά ανταλλάγματα. Συμπέρασμα: Η ενασχόληση των γιατρών με την πολιτική καταπολεμά το φακελάκι. 

Γενικά, οι ικανότητες και η δύναμη επιρροής κάποιων πολιτευτών λαμβάνει κατά καιρούς μυθικές διαστάσεις. Θρυλείται ότι στις μεγάλες πυρκαγιές του τόσο μακρινού και ατυχούς 1997, οι ρίψεις νερού από τα πυροσβεσικά ελικόπτερα γίνονταν κατόπιν παρεμβάσεων πολιτικών παραγόντων, με σκοπό να προστατευτούν συγκεκριμένες περιουσίες ψηφοφόρων τους. Μολονότι, ο θείος του κουμπάρου του γείτονα της κουνιάδας του πατζανάκη του νονού μου που το διέδωσε δεν προσκόμισε και αδιάσειστα στοιχεία για του λόγου του το αληθές, κάτι μου λέει ότι μπορεί ενδεχομένως να έχει κάποια δόση αλήθειας. Εσχάτως δε κυκλοφόρησε ότι εκπαιδευτικός ζήτησε και πέτυχε την παρέμβαση του εκλεκτού εκπροσώπου της στο κοινοβούλιο προκειμένου να προκειμένου να αναλάβει τάξη με λιγότερους μαθητές, αίτημα που υλοποιήθηκε άμεσα. Για “εξυπηρετήσεις” όπως η παραπάνω το μόνο που μπορώ να πω είναι πώς μπόρεσε και δεν ντράπηκε ο πολίτης να ζητήσει τέτοιο ρουσφέτι και ακόμα περισσότερο πώς μπόρεσε και δεν ντράπηκε ο πολιτικός να παρέμβει και να το ικανοποιήσει.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι από τη σχέση του με τον όποιο πολιτικό, ο πολίτης αποκτά ένα θράσος και μια ψευδή αίσθηση υπεροχής, σκεφτόμενος πως έχει τη δύναμη να αποκτήσει αυτό που θέλει με την παρέμβαση τπου εκλεκτού του. Θεωρεί δε υποχρέωση του πολιτικού να πρέμβει υπέρ του για να ικανοποιηθεί και το πλέον παράλογο και αναιδές αίτημά του. Και μολονότι τα μεγάλα λόγια συμπολίτων μας για τον τρόπο τους να καταφέρουν το τάδε ή το δείνα χάρη στον υποψήφιο που στηρίζουν αποδεικνύονται συχνά εκφράσεις ματαιοδοξίας, άνευ πραγματικού αντικρύσματος, το συλλογικό φαντασιακό αποκτά ως παραδείγματα προς μίμηση, περιπτώσεις ευνοημένων ψηφοφόρων.

Είμαι σίγουρος ότι μόλις παραβίασα ανοιχτές θύρες. Το σημαντικότερο ερώτημα θα ήταν αν το ρουσφέτι μπορεί να καταπολεμηθεί επιτυχώς ή έστω να περιοριστεί, αφού, λίγο ως πολύ ενδημεί σε όλες τις χώρες. Θα παραλείψω περιττές αναφορές στην τουρκοκρατία, που έχει λήξει εδώ και 200 χρόνια και στο επόμενο άρθρο θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω ποιούς και πώς εξυπηρετεί η διαιώνιση της ρουσφετολογίας.

Μεσσηνιακαὶ Ἐπιστολαὶ

Έχω τη συνήθεια να περιδιαβαίνω συχνά διαθέσιμα στο διαδίκτυο αρχεία, αναζητώντας με βάση το λήμμα «Καλαμάτα». Σε μια από αυτές τις αναζη...