Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015


Χρόνια πολλά σε όλους!

Δημοσιεύτηκε από Michalis Kosmopoulos στις Παρασκευή, 18 Δεκεμβρίου 2015

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Εισήγηση 9/6/2015 στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου Δίκες των δοσίλογων 1944-1949 του Δ. Κουσουρή

Καταρχάς να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πολύ τιμητική πρόσκληση να συμμετέχω στην αποψινή συζήτηση. Και να κάθομαι δίπλα σε ανθρώπους που σίγουρα γνωρίζουν πολύ καλύτερα από εμένα το ζήτημα των δοσιλόγων της κατοχής.

Ένα ζήτημα που ο συγγραφέας ερεύνησε σε βάθος και από όλες τις πλευρές: την ιστορική, την πολιτική, την φιλοσοφική, την κοινωνιολογική και τη νομική.

Αντιλαμβάνομαι ότι κλήθηκα με τη νομική – δικηγορική μου ιδιότητα και προετοιμάζοντας την τοποθέτηση μου σκέφτηκα να περιοριστώ στην ανάλυση των νομικών ζητημάτων. 

Το δίκαιο όμως δεν υπάρχει στο κενό, το δίκαιο και η δικαιοσύνη είναι θεσμοί πολιτικοί, στενά συνδεδεμένοι με τον συσχετισμό δυνάμεων όπως αυτός αποκρυσταλλώνεται σε κάθε δεδομένη στιγμή της ιστορίας.

Και αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον η αποψινή συζήτηση γιατί τη στιγμή της απελευθέρωσης το Σεπτέμβριο του 1944 δεν υπήρχαν συσχετισμοί «αποκρυσταλλωμένοι». Τότε  διαμορφώνονταν.
Και το ζήτημα του δοσιλογισμού περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, καθώς αυτός εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, που εύστοχα έχει καταγράψει και η τέχνη: από τον Φον Δημητράκη του Ψαθά μέχρι τον Κουτσό του Μεταξουργείου, από τον Πούλο μέχρι τον Ράλλη, από τον τελευταίο μαυραγορίτη, μέχρι την επιφανή επιχειρηματική τάξη των Αθηνών.  

Γιατί, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, ο δοσιλογισμός ήταν θεσμικός και μαζικός. Και όσο και αν υποκριτικά το προσπερνούσε ο τότε υπουργός δικαιοσύνης, η αιτιολογική του έκθεση για την ΣΠ6 τα υπονοεί όλα:

«Λέγεται ότι οι Κυβερνήσεις της ξένης Κατοχής επεχείρησαν να κατοχυρωθούν όπισθεν της συγκαταθέσεως του πολιτικού κόσμου, όστις όμως αναλογιζόμενος τας ευθύνας του δεν ήθελε να εμφανισθή επί της σκηνής. Δεν γνωρίζομεν αν τούτο είναι αληθές. Οσονδήποτε όμως και αν αι Κυβερνήσεις αύται εξησφάλισαν την συγκατάθεσιν του πολιτικού κόσμου, παραμένει ανέπαφον το γεγονός ότι ήσαν Κυβερνήσεις των Γερμανών»

Έτσι, λοιπόν, σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους και η δικαιοσύνη και το δίκαιο έχουν χαρακτήρα μεταβατικό. Όταν υπάρχει δοσιλογισμός που κινείται στη γκρίζα ζώνη, στη γκρίζα ζώνη κινούνται και οι μεταπολεμικοί θεσμοί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο σχετικό νομοθέτημα, η ΣΠ 1 της 6.11.1944 προέβλεπε δόση όρκου ακόμα και για τους τακτικούς δικαστές στην έναρξη κάθε δίκης.

«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου ως μέλους του Ειδικού Δικαστηρίου, έχοντας υπ’όψει τας θυσίας του αγωνισθέντος Ελληνικού Λαού και την τιμή του Έθνους»
Ο όρκος αυτός συνοψίζει άριστα το κλίμα της εποχής. Δεν αναφέρεται σε σύνταγμα γιατί το σύνταγμα είχε ήδη καταλυθεί από το 1936. Δεν αναφέρεται σε νόμους, γιατί δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Οι δίκες θα διεξάγονταν σύμφωνα με την ΣΠ 1. Ταυτόχρονα, συνεπής με το «πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν» ΚΑΙ το προσδοκώμενο κλίμα εθνικής ενότητας, ο όρκος αναφερόταν ΚΑΙ στον αγωνιζόμενο λαό ΚΑΙ στην τιμή του έθνους. Ήταν όρκος βαθειά πολιτικός και έδινε το στίγμα για τη διεξαγωγή ουσιαστικά πολιτικών δικών.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το νομοθετικό πλαίσιο για τη δίωξη των δοσιλόγων, από την ΣΠ 1 της 6.11.1944 μέχρι τον αν 533 της 3.9.1945, δεν μπορεί να κριθεί, λοιπόν, με τη σημερινή εμπειρία του κράτους δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Είναι νομοθετικό πλαίσιο αυστηρό και θα έλεγα ότι σε γενικές γραμμές είναι απολύτως επαρκές. Και θα ήταν και αποτελεσματικό, αν δε νοθευόταν η πολιτική βούληση εφαρμογής του από την θεσμοποίηση του αντικομμουνισμού ως κρατικής πολιτικής.

Αν θελήσουμε να σκιαγραφήσουμε την θέσπιση και εξέλιξη του νομικού πλαισίου, σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, θα παρατηρούσαμε τα ακόλουθα:

1. Το νομικό πλαίσιο δίωξης του δοσιλογισμού ήταν νόμοι που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την απελευθέρωση. Παραβιαζόταν έτσι η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, σύμφωνα με την οποία κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί και καμία ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί για πράξη που δεν τιμωρείται κατά το χρόνο τέλεσής της.

Η παραβίαση της αρχής nullum crimen δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Με διατάξεις που θεσπίστηκαν μετά τη λήξη του πολέμου δικάστηκαν και καταδικάστηκαν και οι ναζί στις δίκες της Νυρεμβέργης.

Όπως και στις δίκες της Νυρεμβέργης, η υπερασπιστική γραμμή ανέδειξε την παραβίαση αυτή. Όπως και στις δίκες της Νυρεμβέργης, τα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν την ένταση αυτή.

2. Η διατύπωση των σχετικών ποινικών διατάξεων ήταν ευρεία, ώστε να καλύπτει κάθε δυνατή μορφή δοσιλογισμού και τυποποιούσε τις σχετικές συμπεριφορές με περιπτωσιολογική απαρίθμηση. Με την ΣΠ 6 της 20.1.1945 το έγκλημα έγινε τυπικό, δεν απαιτείτο δηλαδή να διαγνωσθεί δόλος και θεσπίστηκαν και ειδικές διατάξεις για το λεγόμενο οικονομικό δοσιλογισμό, με κύρωση και τη δήμευση περιουσίας.

Μάλιστα στο θέμα της δήμευσης η ευθύνη ήταν οικογενειακή: κάθε περιουσία που ανήκε στη σύζυγο, στους αδελφούς, στους ανιόντες και κατιόντες μπορούσε να δημευθεί, εφόσον αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια ή μετά την τέλεση των αποδιδόμενων πράξεων!

Τα εγκλήματα δικάζονταν από Ειδικά Δικαστήρια – τα λεγόμενα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων με μικτή σύνθεση. Από τη ΣΠ1 μέχρι τον αν 533 η αναλογία αντιστράφηκε από πλειοψηφία των ενόρκων και στο τέλος υπερτερούσαν οι τακτικοί δικαστές. Είναι ενδιαφέρον ότι οι συνήγοροι των δοσιλόγων της εποχής πίεζαν να υπερτερούν οι ένορκοι, ισχυριζόμενοι ότι τα δικαζόμενα εγκλήματα ήταν πολιτικά. Θα είχε ενδιαφέρον μια συζήτηση για το πολιτικό έγκλημα και το ρόλο των ενόρκων. Ίσως το συζητήσουμε αργότερα.

Ο χρόνος της διαδικασίας οριζόταν συντομότατος.

Μέσα σε 20 μέρες που στη συνέχεια έγιναν 15, θα έπρεπε να εισάγονται οι υποθέσεις στο ακροατήριο «δια’ απ’ ευθείας κλήσεως και άνευ προανακρίσεως». Η ανάκριση περατωνόταν ακόμα και χωρίς απολογία του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν ελάμβανε γνώση της δικογραφία παρά μόνο στο ακροατήριο!

Κατά των αποφάσεων που εκδίδονταν δεν επιτρεπόταν κανένα ένδικο μέσο. 

Ως γενικό σχόλιο μπορούμε να πούμε ότι οι διαδοχικές τροποποιήσεις άμβλυναν την κατάσταση εξαίρεσης που θέσπιζε η ΣΠ1 και αποκαθιστούσαν ως ένα βαθμό την δικονομική κανονικότητα. Πάντως, τα πενιχρά αποτελέσματα της όλης διαδικασίας δεν οφείλονταν σε ανεπάρκειες του νομικού πλαισίου.

ΔΙΚΑΣΤΕΣ

Βέβαια, δικαστές των δοσιλόγων ήταν οι ίδιοι δικαστές που υπηρέτησαν στην κατοχή. Τους ακουμπούσε η κατηγορία περί δοσιλογισμού; Προφανώς ναι. Διώχθηκαν άραγε για συνεργασία με τις αρχές κατοχής;  Ο συγγραφέας αναφέρεται στην απόλυση ενός Πρωτοδίκη. Προφανώς επειδή ήταν απλός Πρωτοδίκης.

Δεν θα κατανοήσουμε το  γεγονός ότι ο δικαστικός κλάδος εξήλθε αλώβητος από τις διώξεις των δοσιλόγων, αν δεν συζητήσουμε για το πεδίο των σχέσεων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αλλά και τις αυτόματες προσαρμογές της δικαιοσύνης στις κάθε φορά επικρατούσες συνθήκες.

Για την παρούσα ανάπτυξη είναι παντελώς αδιάφορο ζήτημα αν υπάρχουν και ευθείες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη. Ας μην εγκλωβιστούμε σε αυτό.

Κάποια παραδείγματα, θα μας βοηθήσουν περισσότερο.

Πριν από περίπου 15 χρόνια, απευθύνθηκε στον τότε πρόεδρο Αρείου Πάγου Στέφανο Ματθία, η εξής ερώτηση:

Γιατί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε συνταγματικό το ν. 1264/82 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, παρόλο που επενέβαινε στην διοικητική τους αυτοτέλεια και καθαιρούσε τις διοικήσεις τους με άμεση προκήρυξη νέων εκλογών;

Η απάντησή του ήταν μάλλον κυνική: «Το 1981 συνέβη μια κυβερνητική αλλαγή με χαρακτηριστικά μεταπολίτευσης και ο Άρειος Πάγος δεν μπορούσε να το αγνοήσει».

Πιο πρόσφατα, στις 28.1.2014, ο κ. Τσιπρας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επισκέφτηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο τότε πρόεδρος του ΣτΕ κ. Σωτήρης Ρίζος έκανε και την εξής δήλωση: 

«Εξηγήσαμε επίσης τη μεγάλη πίεση που δέχθηκε το δικαστήριο … από τις δυσμενείς πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, γεγονότα που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την άνετη ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος»

Και μόλις στις 5.6.2015, πριν από 4 μέρες, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, είπε:

«Η ελευθερία (ενν. του ΣτΕ) μειώθηκε σημαντικά, όχι από παρεμβάσεις προσώπων αλλά από την επιβολή των πραγμάτων…. Οι βεβαιότητες αναιρέθηκαν».

Τα ανωτέρω παραδείγματα αφορούν περιόδους αναμφίβολα πολιτικά σημαντικές και μεταβατικές. Αλλά προφανώς πιο ομαλές από το 1944. Και αν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας θεωρείται λογικό να βρίσκονται υπό την επιρροή των συνθηκών σε περιόδους ομαλότητας, καθένας μπορεί να φανταστεί το κλίμα εκείνης της εποχής.

Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας, ότι η δικαιοσύνη, όσο και αν την θέλουμε ανεξάρτητη, είναι βραχίονας του κράτους, με άλλοτε λιγότερη και άλλοτε περισσότερη αυτονομία από την εξουσία, δηλ. από τη δυναμική των κοινωνικών και οικονομικών συναινέσεων σε συγκεκριμένο χρόνο.

Ταυτόχρονα η δικαστική εξουσία βρίσκεται σε συνεχή αναδιαπράγματευση με την εκτελεστική εξουσία, για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της τάξης των μελών της. Θα θυμίσω απλώς την περίπτωση της «αντιχουντικής δικαστικής ανταρσίας» του πρώτου μεταπολιτευτικού ΠτΔ Μιχαήλ Στασινόπουλου. Το ΣτΕ δεν εναντιώθηκε στην 21η Απριλίου, αφού «επανάστασις επικρατήσασα για μια ημέρα παράγει δίκαιον». Εναντιώθηκε μόνο όταν η δικτατορία απέλυσε δικαστές.

Για την εποχή που μας απασχολεί, θα αναφερθώ σε ένα μόνο Φύλλο ΕΚ, στο ΦΕΚ 69 της 24.3.1945.
Στο ίδιο ΦΕΚ δημοσιεύονται τρεις πράξεις:

- Πρώτον, η ΣΠ 24 περί αποκαταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους από το αποτυχημένο κίνημα Πλαστήρα του 1933 μέχρι το τέλος της κατοχής. Οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά.

- Δεύτερον, η ΣΠ 26 περί απολύσεως δημοσίων υπαλλήλων συνεργασθέντων μετά του εχθρού. Οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά και αναγγελλόταν η θέσπιση ιδιαίτερου νόμου.

- Και τρίτον, ο αν 211 περί τροποποίησης του Κανονισμού των Δικαστηρίων, ο οποίος έδινε πειθαρχικές υπερεξουσίες στον υπουργό Δικαιοσύνης: χαρακτηριστικό είναι ότι μπορούσε να καλεί και ολόκληρη σύνθεση δικαστηρίου για να την επιπλήξει και να ασκήσει πειθαρχική εξουσία.

Το ΦΕΚ αυτό συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την τότε πολιτική έναντι του δικαστικού κλάδου: Πολιτική καρότου και μαστιγίου, ώστε και να τον αμνηστεύσει ουσιαστικά για τις κατοχικές υπηρεσίες του και να εξασφαλιστεί η προσαρμογή του στο νέο status quo.

Σε αυτό το πλαίσιο, το συμπέρασμα είναι ότι η δικαστική εξουσία εξυπηρέτησε την περίοδο εκείνη τις πολιτικές επιλογές της συγκυρίας: αφενός τη δίωξη των δοσιλόγων, αφετέρου τη νόθευση της διαδικασίας με την αντικομμουνιστική πολιτική της περιόδου.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Εστιάσαμε ήδη σε δύο πυλώνες του θέματος, το νομοθετικό πλαίσιο και τη δικαιοσύνη, Επιτρέψτε μου να κλείσω με κάποιες σύντομες περαιτέρω παρατηρήσεις.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς: πώς αποτιμάμε όλη αυτή τη διαδικασία; Τελικά, τιμωρήθηκαν οι δοσίλογοι;

Καταρχήν, η σύγκριση μιλάει μόνη της: Στο Βέλγιο υπέστησαν κυρώσεις περίπου 80.000 άτομα και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 48.000 άτομα. Στην Ολλανδία υπέστησαν κυρώσεις 110.000 άτομα και φυλακίστηκαν 51.000 άτομα.

Καταλυτική για την Ελλάδα ήταν η αντικομμουνιστική θέσμιση του μεταπολεμικού κράτους. Οι δοσίλογοι ήταν χρήσιμοι για την εξουσία και έπρεπε να παραμείνουν διαθέσιμοι.

Καταδικάζονταν σίγουρα όσοι ήταν μέλη γερμανικών υπηρεσιών ή οργανώσεων, όσοι διέφυγαν με τους Γερμανούς, όσοι έδρασαν κατά συμμαχικών αποστολών και δικτύων, όσοι ήταν μη Έλληνες την καταγωγή.  Καταδικάστηκαν φυσικά οι κατοχικοί πρωθυπουργοί και υπουργοί.

Δεν καταδικάζονταν όσοι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι έδρασαν κατά κομμουνιστών.

Κλείνοντας, οι διώξεις κατά των δοσιλόγων απέτυχαν. Απέτυχαν γιατί δεν εκφράστηκε στο πεδίο αυτό κάποια σύγκρουση εντός της αστικής τάξης για τον έλεγχο του κράτους. Αντιθέτως υπήρξε συναίνεση μπροστά στη νέα πολιτική διαιρετική τομή της εποχής και ο δοσιλογισμός ενεγράφη στις αναγκαίες συμμαχίες της.

Μεσσηνιακαὶ Ἐπιστολαὶ

Έχω τη συνήθεια να περιδιαβαίνω συχνά διαθέσιμα στο διαδίκτυο αρχεία, αναζητώντας με βάση το λήμμα «Καλαμάτα». Σε μια από αυτές τις αναζη...