Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

64 χρόνια και τρεις γενιές μετά

(δημοσιεύτηκε 8.9.2013 στο Red Notebook εδώ)

Οι  άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν΄ ασχολούνται ν΄ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, σ΄ αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους,  δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ΄ αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας.

Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852

Κι όμως, εξήντα τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και τρεις (ήδη προς την τέταρτη) γενιές απόσταση, η ταραγμένη περίοδος του ‘40 διατηρήθηκε, άλλοτε υπόκωφα, άλλοτε πιο έκδηλα, ως κομβικό σημείο πολιτικής διαφοροποίησης της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο πολιτικοποιημένων Ελλήνων. Η αντοχή της διαιρετικής αυτής τομής είναι αναμφισβήτητη, παρά τη διακύμανση της έντασής της ή της έκτασής της, ανάλογα με την πολιτική επικαιρότητα και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Έτη εξήντα τέσσερα και γενιές τρεις είναι χρόνος πολύς, όταν μια δεκαετία αρκεί, αν όχι να επιφέρει τη λήθη, να αφήσει την κοινωνική εξέλιξη να αλλάξει τα διακυβεύματα, τα οποία φυσικά δεν καθορίζουν μειοψηφίες που αναπολούν την επανάληψη εμφυλίων συγκρούσεων. Ποιοί είναι, όμως, οι λόγοι που οι ψυχές ταράζονται και δεν ησυχάζουν;

Ακόμα, βέβαια, συντηρούνται ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη βάση του παρωχημένου και πολιτικά ισχνού διπόλου “εθνικοφροσύνη - εθνοπροδοσία” που, εκτός από ανιστόρητο, συγκαλύπτει πραγματικές αντιθέσεις εντός του έθνους ή της “ανταρσίας”, ωσάν ο εμφύλιος να ήταν μια παράβαση του νόμου. Αλλά το φαινόμενο της αντοχής της περί εμφυλίου διαμάχης δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν ειδωθεί υπό το ερμηνευτικό σχήμα μια σύγκρουσης ερειδόμενης στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής και τις πολιτικές διεκδικήσεις που δημιούργησαν. Και τα τελευταία χρόνια, αυτή η ταυτότητα της σύγκρουσης προβάλλεται από όλες τις πλευρές και εγγράφεται στην συστημική αφήγηση: η εν πολλαίς αμαρτίες και αχρησία περιπεσούσα εθνικοφροσύνη έδωσε τη θέση της στον ενδιαφέροντα όρο “αστικός κόσμος”, μια σαφής ταξική αναφορά.

Έτσι, ο εμφύλιος εκφράζει ακόμα και σήμερα αυτό που πραγματικά ήταν: η μεγάλη σύγκρουση δύο κόσμων. Για αυτό και η αμείωτη αναφορά στον ελληνικό εμφύλιο· γιατί χρησιμεύει σε μεγάλο βαθμό, για τον προσδιορισμό του πολιτικού στίγματος στο σήμερα, καθώς η ιστορία του εμφυλίου συμπυκνώνει διαχρονικά πολιτικά προβλήματα: το ζήτημα των ανισοτήτων και της περιθωριοποίησης, τη μορφή, την έκταση και τα αποτελέσματα των κοινωνικών συγκρούσεων, την αξίωση για περισσότερη δημοκρατική συμμετοχή και ελευθερίες στους πολλούς. Αλλά και από την αντίθετη πλευρά αποτελεί ανάμνηση περί της σιδηράς πυγμής και του νόμου της πειθαρχίας που ασκούν τη συντριπτική τους ισχύ για την προάσπιση του κράτους και των παγιωμένων εξουσιαστικών σχέσεων με κάθε κόστος.

Για να γίνουν σαφέστερα τα ανωτέρω, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι το 2010, στην αρχή της οικονομικής κρίσης και στον κλονισμό που αυτή προκαλούσε, μια σειρά από συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ οδήγησαν την τότε κυβέρνηση (έστω πρόσκαιρα) να εγκαλέσει το ΚΚΕ για εμφυλιοπολεμική τακτική. Γνωστός μάλιστα δημοσιογράφος πρότεινε τότε την... αναστολή άρθρων του Συντάγματος. Κάτι παραπάνω από φθηνή προπαγάνδα, αυτή οδηγούσε απευθείας στην ουσία της κοινωνικής σύγκρουσης. Μικρότερης εμβέλειας, η πρόσφατη μεμονωμένη αναφορά στα “γουναράδικα” από βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, και άλλες ακραίες αντεγκλήσεις,, στοχεύει μάλλον σε ένα προκλητικό περιτύλιγμα μια έντονης πολιτικής σύγκρουσης, παρά εξυπηρετεί κάποια άλλη ανάγκη.

Γιατί όμως η υπαρκτή αυτή διαπάλη δεν εκφράζεται με σημερινούς όρους; Γιατί είναι αναγκαία η προσφυγή στο απώτατο παρελθόν;  

Η πολιτική για να επικρατήσει χρειάζεται ένα ηθικό θεμέλιο. Και ενώ ο εμφύλιος είχε αναμφισβήτητο νικητή, αυτός δεν κατέκτησε ποτέ το αναγκαίο ηθικό έρεισμα που θα του επέτρεπε την ιδεολογική του ηγεμονία, για τους ακόλουθους τρεις λόγους: η εθνικόφρων παράταξη (α) επεδίωξε συνειδητά και στρατηγικά το ένοπλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την εαμική αριστερά, (β) νομιμοποίησε τον κατοχικό δοσιλογισμό (πρωτόγνωρο φαινόμενο στην μεταπολεμική Ευρώπη) στο όνομα του αντικομμουνισμού και (γ) εγκαθίδρυσε το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, το δικό μας, ελληνικό πολιτικό απαρτχάιντ. Η νίκη είναι λειψή χωρίς την ηθική δικαίωση και στην Ελλάδα είχαμε ξερονήσια και όχι γκούλαγκ. Υπό αυτό το πρίσμα, η όποια αξίωση δικαίωσης του νικητή φαίνεται χλωμή ακόμα και πάνω στα πολιτικά ερείπια του σοβιετικού κομμουνισμού, αν θεωρήσουμε ότι τα ιστορικά “what if” έχουν έστω κάποια αξία ήδη 23 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Και η ήττα όμως, συντριπτική πρωτίστως για τις ανθρώπινες ψυχές που ισοπέδωσε, θα ήταν οριστικά ισοπεδωτική για την αριστερά αν οι τρεις λόγοι που υπονόμευσαν το ηθικό θεμέλιο του νικητή δεν αποτελούσαν ταυτόχρονα και την ελπίδα για την ιστορική ηθική αποκατάσταση του ηττημένου, η οποία σκιάζεται και από τις καταγραφές των δικών του φρικαλεοτήτων του πολέμου, ειδικά στην ύπαιθρο, και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Έτσι, παρόλο που πολλά λέγονται περί ιδεολογικής ηγεμονίας, η αλήθεια είναι ότι αυτή μένει ακόμα απόρθητη, γιατί απλούστατα αναζητά την ηθική θεμελίωση της πολιτικής σε λάθος ιστορικές συντεταγμένες. Αναζητάται ως ηθική και ψυχολογική δικαίωση στις σφαίρες του πρώτου Δεκέμβρη και του τελευταίου Αυγούστου, ενώ το σήμερα θέτει αμείλικτα ερωτήματα και άμεσες προκλήσεις. Για αυτό και συνεχώς οδηγούμαστε στην πολιτική διάψευση της ηθικής προσδοκίας.

Το ηθικό θεμέλιο της πολιτικής, όμως, δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στις πολιτικές του σήμερα και το αύριο δεν μπορεί να αύριο δεν μπορεί να χτιστεί σε ανακυκλωμένες λειψές μνήμες γύρω από μια κηλίδα αίματος. Η ιστορική γνώση είναι επίκουρος της πολιτικής και όχι αναπληρωτής της ανεπάρκειάς της και η μελέτη της δεν άγεται μέχρι να καθίσταται γενικό εγχειρίδιο χρήσης της πραγματικότητας. Η επιστροφή στα σχήματα του εμφυλίου φανερώνει αδυναμίες στην πολιτική ανάλυση και απουσία πολιτικού σχεδίου. Και σε μια εποχή και μια κοινωνία που αναζητά προοπτική, είναι πλέον αβάστακτη πολιτική κοινοτοπία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μεσσηνιακαὶ Ἐπιστολαὶ

Έχω τη συνήθεια να περιδιαβαίνω συχνά διαθέσιμα στο διαδίκτυο αρχεία, αναζητώντας με βάση το λήμμα «Καλαμάτα». Σε μια από αυτές τις αναζη...