Αν δε γινόταν βουλευτής το 2007 και στη συνέχεια ειδική γραμματέας στο υπουργείο παιδείας το 2009, ούτε το κείμενο αυτό θα γραφόταν ποτέ. Πολύ περισσότερο, μια μεθοδολογική έρευνα για τον εθνοκεντρικό χαρακτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης δε θα βρισκόταν στο επίκεντρο μιας δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης στο διαδίκτυο γύρω από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του έθνους. Και πολύ λογικό θα έλεγα καταρχήν, αφού ένα βιβλίο 500 σελίδων δεν είναι εύκολο να το πάρεις μαζί σου στο καφενείο, δεν μπορείς να το κρατήσεις καν ξαπλωμένος ανάσκελα σε μια ξαπλώστρα στην παραλία. Παρ' όλα αυτά, παρατηρήσεις επικριτικές, ως επί το πλείστον, συνθέτουν μια συζήτηση όπου ένα μόνο είναι σίγουρο: ότι ελάχιστοι έχουν κάνει τον κόπο να το ξεφυλλίσουν, αν και τοποθετούνται αυθεντικά.
Το “Τί είν' η πατρίδα μας;” είναι ένα συλλογικό έργο με επιμέλεια της Άννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα που εκδόθηκε το 1997. Αν και έγινε γνωστό ως “το βιβλίο της Δραγώνας” (προς χάριν της πολιτικής αντιπαράθεσης, βεβαίως), δημοσιεύει περισσότερες μελέτες που κινούνται γύρω από τον ίδιο θεματικό άξονα: Με αφετηρία μια έρευνα για το πώς βλέπουν οι Έλληνες εκπαιδευτικοί τον “εθνικό εαυτό και τους εθνικούς άλλους” και το πώς η εικόνα αυτή προβάλλεται μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας, της γεωγραφίας και της γλώσσας, οι συγγραφείς αναλύουν τα ευρήματά της και προτείνουν μια ανάλυση και μια ερμηνεία του εθνικού προτύπου που το σχολείο καλλιεργεί στους μαθητές. Κατ' επέκταση, όμως, πρόκεται για μια ανίχνευση των αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας εν γένει για το έθνος, που μέσα από περισσότερους ιδεολογικούς θεσμούς με πρώτο το σχολείο, έχουμε μάθει να θεωρούμε ως εθνικές και αληθινές.
Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται μια μόλις δική της μελέτη, ενώ η υπόλοιπη συμβολή της έγκειται στην οργάνωση και παρουσίαση της μεθοδολογικής έρευνας. Όλες οι μελέτες που περιέχει, όμως, είναι εξίσου ενδιαφέρουσες, αν και οι ίδιες κεντρικές ιδέες και παραδοχές επαναλαμβάνονται σε όλες, ώστε το βιβλίο θα μπορούσε να είναι συντομότερο. Αυτό που θέλω να επιχειρήσω από τη θέση αυτή να παρουσιάσω ό,τι με κέντρισε περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο αυτό. Και θα προσπαθήσω – ανεπιτυχώς είναι σίγουρο! - να ξεχάσω όσα έχω διαβάσει και ακούσω στη διάρκεια του “δημόσιου λιθοβολισμού” του.
1. “Συνέχεια του αίματος”;
Να λοιπόν που αρχίζω με τα “αναθέματα”, αλλά ο λόγος θα γίνει αντιληπτός παρακάτω. Μολονότι το βιβλίο δεν είναι ιστορική ή εθνολογική μελέτη (αλλά πρωτίστως παιδαγωγική – η ίδια η Δραγώνα δε, είναι ψυχολόγος), διατρέχεται πράγματι από την παραδοχή ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είμαστε απόγονοι των ... προγόνων μας. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς συμφωνούν ή διαφωνούν με αυτήν την θέση, η γυναίκα μου πάντως μιλούσε πέντε λεπτά στον Ερμή του Πραξιτέλη μέχρι να καταλάβει ότι δεν ήμουν εγώ. Πέρα από το αστείο του πράγματος όμως, φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι (;) μάλλον ψύχραιμα αντιμετωπίζουμε το ζήτημα, αν αναλογιστούμε τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών που έλαβαν χώρα στο σημερινό ελλαδικό χώρο τα τελευταία 1500 χρόνια, τα αρβανιτοχώρια στα Μεσόγεια της Αττικής ή στο Σουλιμά (Άνω Δώρειο παρακαλώ) της Μεσσηνίας, ενώ πρόσφατα η Λένα από την Αξιούπολη του Κιλκίς ξεκίνησε να μας διηγείται ένα περιστατικό στην οικογένειά της λέγοντας “εμείς είμαστε Βλάχοι ρε παιδί μου”. Τώρα θα μου πείτε: αυτό είναι το πρόβλημα; Προσωπικά, και να μου αποδείξετε ότι είμαι διασταύρωση πίτμπουλ με Βησιγότθο δεν πρόκεται να αισθανθώ λιγότερο Έλληνας, για κάποιους, όμως, είναι πολύ σημαντικό (αλήθεια, το ξέρετε ότι ο 'Αρης Βελουχιώτης στο Λόγο της Λαμίας το 1944 αναφέρθηκε στις “εξυπνάδες του Φαλμεράυερ;”). Το θίγω όμως γιατί δένει ωραία με όσα θα πούμε παρακάτω. Κατά τα άλλα ας μας διαφωτίσουν σχετικά όσοι ξέρουν περισσότερα και καλύτερα.
2. “Συνέχεια του πολιτισμού” και εθνική ταυτότητα
Από την άρνηση της “συνέχειας του αίματος” οι Δραγωνο-μάχοι συνάγουν και την άρνηση “της συνέχειας του πολιτισμού”. Η αλήθεια είναι ότι δεν το διέκρινα διαβάζοντάς το βιβλίο, ενώ η ίδια η Δραγώνα δήλωσε ότι δεν αρνείται την πολτισμική συνέχεια (πρόσφατα σε συνέντευξή της στον Πορτοσάλτε, Σκάι ραδιόφωνο). Μια από τις βασικές παραδοχές του βιβλίου, συνυφασμένη με τη θέση περί απουσίας συνέχειας του αίματος, είναι ότι η εθνική ταυτότητα πόρρω απέχει από το να είναι δοσμένη δια μέσω των αιώνων. Κάθε εθνική ταυτότητα και κυρίως η ελληνική εθνική ταυτότητα, λένε οι συγγραφείς, είναι μια ανασύνθεση παλαιότερων ταυτοτήτων των πληθυσμών που κατοικούν σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο και μια ταυτότητα που αποκτά τη μορφή της μέσα από τους ιδεολογικοποιημένους μηχανισμούς του κράτους που προκρίνει ως πλεονέκτημα την εθνική ομοιογένεια. (Το αν είναι ή όχι πλεονέκτημα η εθνική ομοιογένεια είναι άλλο ζήτημα, στο οποίο το βιβλίο απαντά με την έμμεση κυρίως υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας). Είναι αλήθεια, όμως, ότι η εθνική ταυτότητα και το εθνικό κράτος είναι προτάγματα του 18ου και 19ου αιώνα, οπότε είχαμε και την εθνική “αφύπνιση”. Αφύπνιση; Από τον ύπνο της θρησκευτικής ταυτότητας μάλλον, καθώς δεν νομίζω να αμφισβητείται ότι οι λαοί της Βαλκανικής αυτοπροσδιορίζονταν μέχρι τότε ως ορθόδοξοι χριστιανοί με αναγνωρισμένο από την οθωμανική αυτοκρατορία “ηγέτη” τους τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Μέσα από μια ανασύνθεση ταυτοτήτων λοιπόν και με το ιδεολογικό χεράκι του κράτους βεβαίως, μας προκύπτει και η συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού.
3. Η εθνική ταυτότητα στον χώρο και στο χρόνο
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του βιβλίου για την εθνική ταυτότητα (κοινή και σε άλλα έργα του ιδίου ιδεολογικού πλαισίου) μας εξηγεί ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα μας παρουσιάζεται αποκομμένη από την ιστορική διαδρομή των ανθρώπων στο χώρο και στο χρόνο. Με ορόσημα “βαρειά” ιστορικά γεγονότα και περιόδους (Μηκυναϊκή εποχή, Χρυσούς Αιών, Αγιά-Σοφιά, Άλωση της Πόλης, Επανάσταση '21), κάνει άλματα στο χρόνο, αποσιωπώντας την ιστορική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη. Αλήθεια, πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τις εξελίξεις μεταξύ Ιουστιανιανού και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, μιας από τις πιο ρευστές ιστορικές περιόδους; Αλλά, ομολογώ κάπου μας είχαν πει στο σχολείο ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους (εξ ου και το Ρωμηός) και από κάποια στιγμή και μετά απέκτησαν ελληνική συνείδηση. Κάντε λίγο υπομονή και όσα διαβάζετε θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα πιο κάτω.
4. Ανιστορικότητα και πολιτικές συνέπειες.
Το ότι η γνώση της ιστορίας ενός λαού είναι σημαντική για το παρόν και το μέλλον του, είναι γενικά γνωστό. Το βιβλίο αυτό μας λέει κάτι σημαντικότερο: γιατί είναι σημαντική η γνώση της “αληθινής” ιστορίας. Εθνικόν το αληθές, λοιπόν και η πιο ενδιαφέρουσα μελέτη του βιβλίου, που ταυτόχρονα συμπυκνώνει και όλα τα νοήματά του, είναι μία: “Οι πολιτικές συνέπειες της ανιστορικότητας” της Άννας Φραγκουδάκη. Η κουραστική προοπτική των 500 σελίδων αντικαθίσταται από λίγες δεκάδες μεστές σελίδες που σε κάνουν να ζητάς κι άλλο.
Εδώ τώρα καταλήγουν όλα όσα προανέφερα. Λοιπόν, η εθνική ταυτότητα που κουβαλάμε όλοι (που μας έχει διδάξει το σχολείο, το κράτος, η οικογένεια, η εκκλησία, ο τύπος ...) έχει, λένε, δύο κύρια χαρακτηριστικά: την εξιδανίκευση ενός ένδοξου παρελθόντος και μια αμηχανία και υποτίμηση, αλλά και φόβο για το παρόν και το μέλλον. “Υποτίμηση” του εθνικού εαυτού. Εξ απαλών ονύχων και χωρίς να χαθεί ούτε μια ευκαιρία, ο σύγχρονος Έλληνας φορτώνεται με το βάρος μιας αρχαίας ένδοξης ιστορίας, απαράμιλλης και ανεπανάληπτης. Ένα βάρος που ο Σεφέρης νιώθει ότι του λυγίζει τους αγκώνες (από το Μυθιστόρημα Γ'):
“Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να
τ’ ακουμπήσω”
Από τη μια πλευρά η ένδοξοι αρχαίοι Έλληνες. Από την άλλη πλευρά οι παρίες “Νεοέλληνες”, οι “ζητιάνοι της Ευρώπης”, η “ψωροκώσταινα”. Όταν χτίζαμε Παρθενώνες οι Ευρωπαίοι τρώγανε βελανίδια (τί αστείο πολιτικό επιχείρημα), αλλά σήμερα βλέπουμε τον ευατό μας ως αυτόν που είναι σε μια κατώτερη μοίρα, που είναι ένας λαός με χίλια μύρια ελαττώματα (ανοργανωσιά, τεμπελιά, απατεωνιά ...), που - το χειρότερο! - δεν μπορούμε να αλλάξουμε γιατί όλα τα κακά είναι τάχα στο DNA μας. Αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει να μας έχουν και υποχρέωση κιόλας που τους δώσαμε τα φώτα μας, λες και η πολιτική και η οικονομία ασκείται με οδηγό τους σκονισμένους τόμους της Ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου. Η υποτιμημένη αυτήεθνική ταυτότητα του παρόντος μας που μόνοι μας υιοθετούμε, έχει ένα καταλυτικό αποτέλεσμα: την πλήρη αδρανοποίηση του Έλληνα ως πολίτη, ο οποίος συμπλεγματικά πιστεύει ότι κάποτε υπήρξε σπουδαίος, ενώ τώρα μειονεκτεί σε όλα. Και το σημαντικότερο: αποδέχεται ότι δεν μπορεί να αλλάξει.
Πώς θα μπορέσουμε να δούμε το παρόν μας και το μέλλον μας και να αγωνιστούμε για αυτό υπό το αφόρητο βάρος τέτοιων αντιλήψεων που διαμορφώνονται πλέον σε ιδεολογία; Η Φραγκουδάκη ασκεί σκληρή κριτική σε όλους τους αναγνωρισμένους σύγχρονους“φορείς” της καθαρότητάς μας: από το γνωστό θεολόγο - φιλόσοφο που κάθε κυριακή στην 'Καθημερινή' προφητεύει την νομοτελειακή καταστροφή του τιποτένιου νεοελληνικού κρατιδίου, έως τον περίφημο γλωσσολόγο που συντάσσεται με όσους κινδυνολογούν για την ελληνική γλώσσα.
Το ερώτημα, όμως, έρχεται από μόνο του: Τί σχέση έχει η αντίληψη περί της αναλλοίωτης συνέχειας του ελληνισμού, γενετική ή πολιτισμική, με το πώς βλέπουμε σήμερα τον εαυτό μας. Εντάξει, μας δημιουργεί κόμπλεξ ο Περικλής και ο Αλέξανδρος, αλλά τί να κάνουμε για αυτό; Η απάντηση που δίδεται είναι ότι αυτή η “δική μας εθνική αλήθεια” βρίσκεται στη βάση του προβλήματος ακριβώς επειδή δεν είναι ... αλήθεια. Και δεν είναι αλήθεια, γιατί η ιστορία των σύγχρονων εθνών, δεν είναι ποτέ μια ιστορία μυθικού ηρωισμού, ποτέ μια εξιδανικευμένη κατάσταση την οποία πρέπει να αναπολούμε με νοσταλγία και απέναντι στην οποία θα πρέπει να συστελλόμαστε ως ανάξια αποπαίδια της. Η ιστορία είναι μια διαρκής εξέλιξη και αλλαγή: γλωσσική, εθνολογική, πληθυσμιακή, οικονομική και κοινωνική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι φθίνουσα και παρακμάζουσα με το χρόνο: αλλαγή και εξέλιξη δεν σημαίνει απαραιτήτως παρακμή. Το αύριο είναι πάντα διαφορετικό από το χτες.
Το να μαθαίνεις την αληθινή ιστορία δεν είναι απειλή – είναι πλεονέκτημα. Η Φραγκουδάκη παραθέτει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το μακεδονικό/σκοπιανό ζήτημα. Έχουμε, λοιπόν, την “κοινώς παραδεδεγμένη” ιστορία που διδάσκει ότι η Μακεδονία είναι 2.500 χρόνια ελληνική, ότι κατοικείτο πάντα από Έλληνες, ότι απελευθερώθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς πόθους, καθώς δικαιωματικά ανήκε σε εμάς και το 1945 ο διαβόητος Τίτο ιδρύει ένα κρατίδιο που το ονομάζει Μακεδονία γιατί όνειρό του είχε την έξοδο στο Αιγαίο... Αίφνης, το 1990 έχουμε μια χούφτα ανθρώπους που λένε ότι είναι Μακεδόνες, αλλά πώς τολμάνε, αφού είναι η σλάβοι είναι που κατήλθαν στη Βαλκανική τον 6ο αιώνα; Η κρατούσα version της ιστορίας δεν αφήνει ούτε ένα παραθυράκι να καταλάβουμε τί γίνεται γύρω μας. Οι άλλοι είναι εχθρός και ο συμβιβασμός είναι αδιανόητος: η δική μας αλήθεια ενάντια στο δικό τους ψέμα, έστω και αν όταν π.χ. προσαρτήθηκε η Μακεδονία στο ελληνικό κράτος οι Έλληνες ήταν η σχετική μόλις πλειοψηφία (γύρω στο 25% μέσα στην ίδια τη Θεσσαλονίκη) και για κάποια εξέγερση του Ίλιντεν ή κάτι τέτοιο πήρε το αυτί μου, αλλά δεν γύρισα και το άλλο να ακούσω, οπότε ψάξτε το μόνοι σας. Αν ξέραμε και την αλήθεια των άλλων, ίσως και η πολιτική μας στο σκοπιανό, να ήταν τότε πιο ρεαλιστική και να βρισκόμασταν μια δεκαετία νωρίτερα στις θέσεις που οι περισσότεροι σήμερα θεωρούμε λογικές και η διπλωματία της χώρας σε διεθνείς συνόδους να μην αναλωνόταν στη θέση του γκρινιάρη “over a name”. Οι αρνητικές πολιτικές συνέπειες και της ανιστορικότητάς μας στο σκοπιανό είναι λοιπόν προφανείς.
Μια άλλη πολιτική συνέπεια της ανιστορικότητας και της εξιδανίκευσης του έθνους είναι η αναποτελεσματική άσκηση πολιτικού ελέγχου και η απονεύρωση της πολτικής αντιπαράθεσης. Με δύο τρόπους. Ο πρώτος έγκειται στο ότι λόγω της προαναφερθείσας υποτίμησης της εθνικής μας ταυτότητας, “εχουμε την τάση να αποδίδουμε “όλα τα κακά της μοίρας μας” στα αιώνια ελαττώματα της φυλής, ώστε προφανώς δεν μπορούμε να έχουμε προσωπική ευθύνη για κάτι που δεν μπορούμεν να ελέγξουμε.. Το χειρότερο όμως είναι όταν η αντίληψη αυτή γίνεται ιδεολόγημα στα χείλη του πολιτικού προσωπικού της χώρας, με αποτέλεσμα εμμέσως να αποκλείει την ευθύνη του: εφόσον τα δεινά προέρχονται από μη ελεγχόμενους παράγοντες, για ποιο λόγο να έχουν αυτοί την πολιτική ευθύνη; Για να μη μιλήσουμε για τη δαιμονοποίηση των “μεγάλων δυνάμεων” που κοιτάνε τα δικά τους “ιδιοτελή” συμφέροντα (τα δικά μας είναι πάντα εθνικά δίκαια) και μας αδικούν κατάφωρα. Η προσωπική και πολιτική ευθύνη πάει, όπως καταλαβαίνετε, περίπατο.
Ο δεύτερος τρόπος για τον οποίο η ανιστορικότητα έχει δυσμενείς πολιτικές συνέπειες είναι με την απόκρυψη της πολιτικής και οικονομικής διαμάχης και διαφοράς κάτω από το ιδεολογικοποιημένο εθνικό συμφέρον. Οποιεσδήποτε συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελλήνων δαιμονοποιούνται, αφορίζονται ως διχαστικές και τα αίτιά τους και η ανάλυση αυτών αποκρύπτεται. Μια στιγμή, θα μπου πείτε, δεν είναι διχαστικές και επιζήμιες; Είναι υπαρκτές σε κάθε κοινωνία, σε κάθε έθνος, σε κάθε ιστορική περίοδο και κοινωνική οργάνωση. Τα μέλη κάθε συνόλου έχουν πάντα αντικρουόμενα συμφέροντα που παλεύουν μεταξύ τους και η πάλη αυτή είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορίας και όχι η καταστολή ή αποσιώπησή τους. Πόσο επίκαιρο: εν μέσω οικονομικής κρίσης η επίκληση της “εθνικής συναίνεσης” δίνει το συγκεκαλυμμένο αυταρχικό της παρόν για να ακυρώσει κάθε αντίθετη πολιτική άποψη. Και έτσι εν τέλει, όλοι είμαστε πιο πρόθυμοι να αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα και ανέλεγκτα την άσκηση της εξουσίας. Η πολιτική διαμάχη είναι κάτι καλό.
Το “Τί είν' η πατρίδα μας;” λοιπόν, όχι μόνο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για “εθνική μειοδοσία”, αλλά στο μέτρο που προωθεί την κατανόηση της εξέλιξης της ιστορίας και την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, στο βαθμό που αμφισβητεί του ιδεολογικούς και ιστορικούς μας μύθους και πιστεύει στο παρόν και το μέλλον χωρίς συμπλέγματα και φοβίες, ενισχύει ουσιαστικά την εθνική ταυτότητα και το περιεχόμενό του είναι αληθινά πατριωτικό.
5. Η κριτική
Αν περάσω στην κριτική, θα έλεγα ότι οι συγγραφείς εμφορούνται από την πολυπολιτισμικότητα ως πολιτική και ιδεολογική επιλογή. Και προφανώς από που κρατάει η σκούφια του καθενός δεν έχει και πολύ νόημα πλέον και βέβαια το γενετικό υλικό ενός Αλβανού ή Πακιστανού που ριζώνει στον τόπο σε μερικές γενιές δεν θα ξεχωρίζει από το δικό μας. Είναι άλλο όμως να αντιμετωπίζεις την πολυπολιτισμικότητα ως φαινόμενο της εποχής από το οποίο δεν κινδυνεύεις (άλλωστε πώς κατάφερες να επιβιώσεις 4.000 χρόνια!) και την ενσωμάτωση αλλογενών στον πληθυσμό της χώρας χωρίς τη φοβία της “εξαφάνισης του έθνους” και άλλο η πολυπολιτισμικότητα να είναι στόχος που θέλεις πολιτικά να προωθήσεις, στο όνομα της “μετα-νεωτερικότητας”. Εγώ προσωπικά δεν έχω καταλάβει ακριβώς τί σημαίνει “μετα-νεωτερικότητα” καιποια η αξία της- ιδίως δε αφού γίνεται (και σωστά) δεκτό ότι η εξέλιξη και η αλλαγή ενυπάρχει στην ίδια την ιστορία. Και, λυπάμαι, που από τα τόσα συναρπαστικά αποσπάσματα του βιβλίου, το μόνο που θα παραθέσω θα είναι για να το (επι)κρίνω:
“Καλλιέργεια της ιστορικής εθνικής συνείδησης θα σήμαινε ότι τα εθνικά χαρακτηριστικά είναι προϊόντα της ιστορίας και άρα εξελίσσονται και αλλάζουν μέσα στο χρόνο. (μέχρι εδώ πολύ καλά). Η ιστορική συνείδηση άρα θα καλλιεργούσε την ιδέα της συμμετοχής των κοινωνικών ομάδων με στόχο την εξέλιξη και αλλαγή των εθνικών κοινωνικών δεδομένων, μόνη ελπίδα για ένα καλύτερα αύριο” (Φραγκουδάκη, σελ. 400)
Με δεδομένο ότι αμέσως παραπάνω γίνεται αναφορά στη σχετικότητα της εθνικής ανομοιογένειας όλων των εθνικών κρατών, δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί η αλλαγή των εθνικών κοινωνικών δεδομένων θα πρέπει να είναι στόχος. Όπως προελέχθη εφόσον η ιστορία ενέχει την εξέλιξη, γιατί να μην είναι η ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων αυτή που θα καθορίσει την διαφορετική κοινωνία του μέλλοντος; Εν τέλει, και θα το αναφέρω επειδή η διαμάχη γύρω από το βιβλίο συνδυάστηκε τελευταία και με την τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, γιατί είναι απαραιτήτως θετική εξέλιξη η απόδοση ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών, χωρίς να σταθμίζεται – με διάθεση αποδοχής τους και όχι απόρριψης – το αν έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, αν έχουν συνδέσει τη ζωή τους και το μέλλον τους με την πορεία αυτής της χώρας;
Επίσης, οι συγγραφείς του βιβλίου εμφορούνται και από την αντίληψη ότι προοδευτικοί είναι όσοι αποδέχονται τους μετανάστες, ενώ οι άλλοι συντηρητικοί. Το να αμφισβητούν, όμως, ότι το κύμα μετανάστευσης οδήγησε σε άνοδο της εγκληματικότητας στη χώρα είναι εξίσου άτοπο με το αναφερόμένο σε σχολικό εγχειρίδιο ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, μόνο από την αρχαία ελληνική, διαπίστωση δηλαδή που καταρρίπτεται από την εμπειρική παρατήρηση και μόνο!
Αναμφισβήτητα η εθνική ταυτότητα του σήμερα και του αύριο δεν μπορεί να είναι η “μαρμάρινη κεφαλή” του χτες. Ο επαναπροσδιορισμός της στη βάση της ιστορικής αλήθειας, της εθνικής αυτοπεποίθησης και της πολιτικής ευθύνης και συμμετοχής πρέπει να είναι ο στόχος, εφόδιο για ένα καλύτερο μέλλον και σίγουρα η συζήτηση που αναπτύσσεται στο “Τί είν' η πατρίδα μας;” γύρω από το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων είναι χρήσιμη και στα περισσότερα σημεία εύστοχη. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας που οι συγγραφείς διαπιστώνουν ναι μεν μπορεί να είναι προβληματικός και όπου είναι πρέπει να αναθεωρηθεί, αλλά αναρωτιέμαι μήπως αυτό είναι σε κάποιο σημείο αναπόφευκτο και μη αποφευκτέο, από τη στιγμή που απευθύνοναι σε Έλληνες μαθητές ή εν πάση περιπτώσει σε μαθητές στη χώρα αυτή. Και ακόμα και να δεχτώ ότι ο κινεζικός πολιτισμός σχεδόν αποσιωπάται, επειδή είναι αρχαιότερος από τον αρχαιοελλεηνικό και η κινεζική γλώσσα η αρχαιότερη ομιλούμενη γλώσσα, πληροφορίες που αμφισβητούν τις παραδοχές που έχουμε καλλιεργήσει για την "αντωτερότητα" της δικής μας εθνικής ταυτότητας. Κάκιστα θα πούμε να τροφοδείται ο εθνικός μας ψωρο-εγωισμός, αλλά είναι ή δεν είναι θεμιτό στα ούτως ή άλλως περιορισμένα σε έκταση σχολικά εγχειρίδια η αναφορά στην ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτισμό να είναι η κυρίαρχη, εφόσον εν τέλει αυτή μας αφορά περισσότερο; Μου φαίνεται απολύτως λογικό η βάση της εκπαίδευσης να είναι τα καθ' ημάς - με βελτιωμένο τρόπο σίγουρα - αλλά τα καθ' ημάς. Για να θυμηθώ και την Ρεπούση και το περίφημο βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' δημοτικού, πράγματι δεν βρίσκω κανένα λόγο να δηλητηριάζονται οι μαθητές με αφηγήσεις για παρθένες βιασθείσες από αλαλάζοντες Τσέτες επί αγίων τραπεζών, αλλά - πώς να το κάνουμε - ο “συνωστισμός” είναι ιστορική διαστρέβλωση
6. Εν κατακλείδι
Το “Τί είν' η πατρίδα μας;”, λοιπόν, μπορεί να προκαλέσει μεγάλες και ουσιαστικές συζητήσεις, καθώς παρά την εκτεταμένη κριτική που ασκεί (απολύτως εύστοχη στα περισσότερα σημεία), δύσκολα μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος στο βιβλίο μια ολοκληρωμένη εναλλακτική αντιπρόταση, πράγμα το οποίο νομίζω ότι επιτείνει μια άδικη κριτική. Αυτό που κρατάω εγώ είναι αυτό που ανέφερα και πιο πάνω. Το “Τί είν' η πατρίδα μας;” όχι μόνο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για εθνική μειοδοσία, αλλά στο μέτρο που προωθεί την κατανόηση της εξέλιξης της ιστορίας και την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, στο βαθμό που αμφισβητεί του ιδεολογικούς και ανιστορικούς μας μύθους και πιστεύει στο παρόν και το μέλλον χωρίς συμπλέγματα και φοβίες, ενισχύει ουσιαστικά την εθνική ταυτότητα και το περιεχόμενό του είναι αληθινά πατριωτικό. Αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί.
Το “Τί είν' η πατρίδα μας;” είναι ένα συλλογικό έργο με επιμέλεια της Άννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα που εκδόθηκε το 1997. Αν και έγινε γνωστό ως “το βιβλίο της Δραγώνας” (προς χάριν της πολιτικής αντιπαράθεσης, βεβαίως), δημοσιεύει περισσότερες μελέτες που κινούνται γύρω από τον ίδιο θεματικό άξονα: Με αφετηρία μια έρευνα για το πώς βλέπουν οι Έλληνες εκπαιδευτικοί τον “εθνικό εαυτό και τους εθνικούς άλλους” και το πώς η εικόνα αυτή προβάλλεται μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας, της γεωγραφίας και της γλώσσας, οι συγγραφείς αναλύουν τα ευρήματά της και προτείνουν μια ανάλυση και μια ερμηνεία του εθνικού προτύπου που το σχολείο καλλιεργεί στους μαθητές. Κατ' επέκταση, όμως, πρόκεται για μια ανίχνευση των αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας εν γένει για το έθνος, που μέσα από περισσότερους ιδεολογικούς θεσμούς με πρώτο το σχολείο, έχουμε μάθει να θεωρούμε ως εθνικές και αληθινές.
Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται μια μόλις δική της μελέτη, ενώ η υπόλοιπη συμβολή της έγκειται στην οργάνωση και παρουσίαση της μεθοδολογικής έρευνας. Όλες οι μελέτες που περιέχει, όμως, είναι εξίσου ενδιαφέρουσες, αν και οι ίδιες κεντρικές ιδέες και παραδοχές επαναλαμβάνονται σε όλες, ώστε το βιβλίο θα μπορούσε να είναι συντομότερο. Αυτό που θέλω να επιχειρήσω από τη θέση αυτή να παρουσιάσω ό,τι με κέντρισε περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο αυτό. Και θα προσπαθήσω – ανεπιτυχώς είναι σίγουρο! - να ξεχάσω όσα έχω διαβάσει και ακούσω στη διάρκεια του “δημόσιου λιθοβολισμού” του.
1. “Συνέχεια του αίματος”;
Να λοιπόν που αρχίζω με τα “αναθέματα”, αλλά ο λόγος θα γίνει αντιληπτός παρακάτω. Μολονότι το βιβλίο δεν είναι ιστορική ή εθνολογική μελέτη (αλλά πρωτίστως παιδαγωγική – η ίδια η Δραγώνα δε, είναι ψυχολόγος), διατρέχεται πράγματι από την παραδοχή ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είμαστε απόγονοι των ... προγόνων μας. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς συμφωνούν ή διαφωνούν με αυτήν την θέση, η γυναίκα μου πάντως μιλούσε πέντε λεπτά στον Ερμή του Πραξιτέλη μέχρι να καταλάβει ότι δεν ήμουν εγώ. Πέρα από το αστείο του πράγματος όμως, φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι (;) μάλλον ψύχραιμα αντιμετωπίζουμε το ζήτημα, αν αναλογιστούμε τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών που έλαβαν χώρα στο σημερινό ελλαδικό χώρο τα τελευταία 1500 χρόνια, τα αρβανιτοχώρια στα Μεσόγεια της Αττικής ή στο Σουλιμά (Άνω Δώρειο παρακαλώ) της Μεσσηνίας, ενώ πρόσφατα η Λένα από την Αξιούπολη του Κιλκίς ξεκίνησε να μας διηγείται ένα περιστατικό στην οικογένειά της λέγοντας “εμείς είμαστε Βλάχοι ρε παιδί μου”. Τώρα θα μου πείτε: αυτό είναι το πρόβλημα; Προσωπικά, και να μου αποδείξετε ότι είμαι διασταύρωση πίτμπουλ με Βησιγότθο δεν πρόκεται να αισθανθώ λιγότερο Έλληνας, για κάποιους, όμως, είναι πολύ σημαντικό (αλήθεια, το ξέρετε ότι ο 'Αρης Βελουχιώτης στο Λόγο της Λαμίας το 1944 αναφέρθηκε στις “εξυπνάδες του Φαλμεράυερ;”). Το θίγω όμως γιατί δένει ωραία με όσα θα πούμε παρακάτω. Κατά τα άλλα ας μας διαφωτίσουν σχετικά όσοι ξέρουν περισσότερα και καλύτερα.
2. “Συνέχεια του πολιτισμού” και εθνική ταυτότητα
Από την άρνηση της “συνέχειας του αίματος” οι Δραγωνο-μάχοι συνάγουν και την άρνηση “της συνέχειας του πολιτισμού”. Η αλήθεια είναι ότι δεν το διέκρινα διαβάζοντάς το βιβλίο, ενώ η ίδια η Δραγώνα δήλωσε ότι δεν αρνείται την πολτισμική συνέχεια (πρόσφατα σε συνέντευξή της στον Πορτοσάλτε, Σκάι ραδιόφωνο). Μια από τις βασικές παραδοχές του βιβλίου, συνυφασμένη με τη θέση περί απουσίας συνέχειας του αίματος, είναι ότι η εθνική ταυτότητα πόρρω απέχει από το να είναι δοσμένη δια μέσω των αιώνων. Κάθε εθνική ταυτότητα και κυρίως η ελληνική εθνική ταυτότητα, λένε οι συγγραφείς, είναι μια ανασύνθεση παλαιότερων ταυτοτήτων των πληθυσμών που κατοικούν σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο και μια ταυτότητα που αποκτά τη μορφή της μέσα από τους ιδεολογικοποιημένους μηχανισμούς του κράτους που προκρίνει ως πλεονέκτημα την εθνική ομοιογένεια. (Το αν είναι ή όχι πλεονέκτημα η εθνική ομοιογένεια είναι άλλο ζήτημα, στο οποίο το βιβλίο απαντά με την έμμεση κυρίως υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας). Είναι αλήθεια, όμως, ότι η εθνική ταυτότητα και το εθνικό κράτος είναι προτάγματα του 18ου και 19ου αιώνα, οπότε είχαμε και την εθνική “αφύπνιση”. Αφύπνιση; Από τον ύπνο της θρησκευτικής ταυτότητας μάλλον, καθώς δεν νομίζω να αμφισβητείται ότι οι λαοί της Βαλκανικής αυτοπροσδιορίζονταν μέχρι τότε ως ορθόδοξοι χριστιανοί με αναγνωρισμένο από την οθωμανική αυτοκρατορία “ηγέτη” τους τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Μέσα από μια ανασύνθεση ταυτοτήτων λοιπόν και με το ιδεολογικό χεράκι του κράτους βεβαίως, μας προκύπτει και η συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού.
3. Η εθνική ταυτότητα στον χώρο και στο χρόνο
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του βιβλίου για την εθνική ταυτότητα (κοινή και σε άλλα έργα του ιδίου ιδεολογικού πλαισίου) μας εξηγεί ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα μας παρουσιάζεται αποκομμένη από την ιστορική διαδρομή των ανθρώπων στο χώρο και στο χρόνο. Με ορόσημα “βαρειά” ιστορικά γεγονότα και περιόδους (Μηκυναϊκή εποχή, Χρυσούς Αιών, Αγιά-Σοφιά, Άλωση της Πόλης, Επανάσταση '21), κάνει άλματα στο χρόνο, αποσιωπώντας την ιστορική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη. Αλήθεια, πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τις εξελίξεις μεταξύ Ιουστιανιανού και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, μιας από τις πιο ρευστές ιστορικές περιόδους; Αλλά, ομολογώ κάπου μας είχαν πει στο σχολείο ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους (εξ ου και το Ρωμηός) και από κάποια στιγμή και μετά απέκτησαν ελληνική συνείδηση. Κάντε λίγο υπομονή και όσα διαβάζετε θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα πιο κάτω.
4. Ανιστορικότητα και πολιτικές συνέπειες.
Το ότι η γνώση της ιστορίας ενός λαού είναι σημαντική για το παρόν και το μέλλον του, είναι γενικά γνωστό. Το βιβλίο αυτό μας λέει κάτι σημαντικότερο: γιατί είναι σημαντική η γνώση της “αληθινής” ιστορίας. Εθνικόν το αληθές, λοιπόν και η πιο ενδιαφέρουσα μελέτη του βιβλίου, που ταυτόχρονα συμπυκνώνει και όλα τα νοήματά του, είναι μία: “Οι πολιτικές συνέπειες της ανιστορικότητας” της Άννας Φραγκουδάκη. Η κουραστική προοπτική των 500 σελίδων αντικαθίσταται από λίγες δεκάδες μεστές σελίδες που σε κάνουν να ζητάς κι άλλο.
Εδώ τώρα καταλήγουν όλα όσα προανέφερα. Λοιπόν, η εθνική ταυτότητα που κουβαλάμε όλοι (που μας έχει διδάξει το σχολείο, το κράτος, η οικογένεια, η εκκλησία, ο τύπος ...) έχει, λένε, δύο κύρια χαρακτηριστικά: την εξιδανίκευση ενός ένδοξου παρελθόντος και μια αμηχανία και υποτίμηση, αλλά και φόβο για το παρόν και το μέλλον. “Υποτίμηση” του εθνικού εαυτού. Εξ απαλών ονύχων και χωρίς να χαθεί ούτε μια ευκαιρία, ο σύγχρονος Έλληνας φορτώνεται με το βάρος μιας αρχαίας ένδοξης ιστορίας, απαράμιλλης και ανεπανάληπτης. Ένα βάρος που ο Σεφέρης νιώθει ότι του λυγίζει τους αγκώνες (από το Μυθιστόρημα Γ'):
“Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να
τ’ ακουμπήσω”
Από τη μια πλευρά η ένδοξοι αρχαίοι Έλληνες. Από την άλλη πλευρά οι παρίες “Νεοέλληνες”, οι “ζητιάνοι της Ευρώπης”, η “ψωροκώσταινα”. Όταν χτίζαμε Παρθενώνες οι Ευρωπαίοι τρώγανε βελανίδια (τί αστείο πολιτικό επιχείρημα), αλλά σήμερα βλέπουμε τον ευατό μας ως αυτόν που είναι σε μια κατώτερη μοίρα, που είναι ένας λαός με χίλια μύρια ελαττώματα (ανοργανωσιά, τεμπελιά, απατεωνιά ...), που - το χειρότερο! - δεν μπορούμε να αλλάξουμε γιατί όλα τα κακά είναι τάχα στο DNA μας. Αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει να μας έχουν και υποχρέωση κιόλας που τους δώσαμε τα φώτα μας, λες και η πολιτική και η οικονομία ασκείται με οδηγό τους σκονισμένους τόμους της Ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου. Η υποτιμημένη αυτήεθνική ταυτότητα του παρόντος μας που μόνοι μας υιοθετούμε, έχει ένα καταλυτικό αποτέλεσμα: την πλήρη αδρανοποίηση του Έλληνα ως πολίτη, ο οποίος συμπλεγματικά πιστεύει ότι κάποτε υπήρξε σπουδαίος, ενώ τώρα μειονεκτεί σε όλα. Και το σημαντικότερο: αποδέχεται ότι δεν μπορεί να αλλάξει.
Πώς θα μπορέσουμε να δούμε το παρόν μας και το μέλλον μας και να αγωνιστούμε για αυτό υπό το αφόρητο βάρος τέτοιων αντιλήψεων που διαμορφώνονται πλέον σε ιδεολογία; Η Φραγκουδάκη ασκεί σκληρή κριτική σε όλους τους αναγνωρισμένους σύγχρονους“φορείς” της καθαρότητάς μας: από το γνωστό θεολόγο - φιλόσοφο που κάθε κυριακή στην 'Καθημερινή' προφητεύει την νομοτελειακή καταστροφή του τιποτένιου νεοελληνικού κρατιδίου, έως τον περίφημο γλωσσολόγο που συντάσσεται με όσους κινδυνολογούν για την ελληνική γλώσσα.
Το ερώτημα, όμως, έρχεται από μόνο του: Τί σχέση έχει η αντίληψη περί της αναλλοίωτης συνέχειας του ελληνισμού, γενετική ή πολιτισμική, με το πώς βλέπουμε σήμερα τον εαυτό μας. Εντάξει, μας δημιουργεί κόμπλεξ ο Περικλής και ο Αλέξανδρος, αλλά τί να κάνουμε για αυτό; Η απάντηση που δίδεται είναι ότι αυτή η “δική μας εθνική αλήθεια” βρίσκεται στη βάση του προβλήματος ακριβώς επειδή δεν είναι ... αλήθεια. Και δεν είναι αλήθεια, γιατί η ιστορία των σύγχρονων εθνών, δεν είναι ποτέ μια ιστορία μυθικού ηρωισμού, ποτέ μια εξιδανικευμένη κατάσταση την οποία πρέπει να αναπολούμε με νοσταλγία και απέναντι στην οποία θα πρέπει να συστελλόμαστε ως ανάξια αποπαίδια της. Η ιστορία είναι μια διαρκής εξέλιξη και αλλαγή: γλωσσική, εθνολογική, πληθυσμιακή, οικονομική και κοινωνική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι φθίνουσα και παρακμάζουσα με το χρόνο: αλλαγή και εξέλιξη δεν σημαίνει απαραιτήτως παρακμή. Το αύριο είναι πάντα διαφορετικό από το χτες.
Το να μαθαίνεις την αληθινή ιστορία δεν είναι απειλή – είναι πλεονέκτημα. Η Φραγκουδάκη παραθέτει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το μακεδονικό/σκοπιανό ζήτημα. Έχουμε, λοιπόν, την “κοινώς παραδεδεγμένη” ιστορία που διδάσκει ότι η Μακεδονία είναι 2.500 χρόνια ελληνική, ότι κατοικείτο πάντα από Έλληνες, ότι απελευθερώθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς πόθους, καθώς δικαιωματικά ανήκε σε εμάς και το 1945 ο διαβόητος Τίτο ιδρύει ένα κρατίδιο που το ονομάζει Μακεδονία γιατί όνειρό του είχε την έξοδο στο Αιγαίο... Αίφνης, το 1990 έχουμε μια χούφτα ανθρώπους που λένε ότι είναι Μακεδόνες, αλλά πώς τολμάνε, αφού είναι η σλάβοι είναι που κατήλθαν στη Βαλκανική τον 6ο αιώνα; Η κρατούσα version της ιστορίας δεν αφήνει ούτε ένα παραθυράκι να καταλάβουμε τί γίνεται γύρω μας. Οι άλλοι είναι εχθρός και ο συμβιβασμός είναι αδιανόητος: η δική μας αλήθεια ενάντια στο δικό τους ψέμα, έστω και αν όταν π.χ. προσαρτήθηκε η Μακεδονία στο ελληνικό κράτος οι Έλληνες ήταν η σχετική μόλις πλειοψηφία (γύρω στο 25% μέσα στην ίδια τη Θεσσαλονίκη) και για κάποια εξέγερση του Ίλιντεν ή κάτι τέτοιο πήρε το αυτί μου, αλλά δεν γύρισα και το άλλο να ακούσω, οπότε ψάξτε το μόνοι σας. Αν ξέραμε και την αλήθεια των άλλων, ίσως και η πολιτική μας στο σκοπιανό, να ήταν τότε πιο ρεαλιστική και να βρισκόμασταν μια δεκαετία νωρίτερα στις θέσεις που οι περισσότεροι σήμερα θεωρούμε λογικές και η διπλωματία της χώρας σε διεθνείς συνόδους να μην αναλωνόταν στη θέση του γκρινιάρη “over a name”. Οι αρνητικές πολιτικές συνέπειες και της ανιστορικότητάς μας στο σκοπιανό είναι λοιπόν προφανείς.
Μια άλλη πολιτική συνέπεια της ανιστορικότητας και της εξιδανίκευσης του έθνους είναι η αναποτελεσματική άσκηση πολιτικού ελέγχου και η απονεύρωση της πολτικής αντιπαράθεσης. Με δύο τρόπους. Ο πρώτος έγκειται στο ότι λόγω της προαναφερθείσας υποτίμησης της εθνικής μας ταυτότητας, “εχουμε την τάση να αποδίδουμε “όλα τα κακά της μοίρας μας” στα αιώνια ελαττώματα της φυλής, ώστε προφανώς δεν μπορούμε να έχουμε προσωπική ευθύνη για κάτι που δεν μπορούμεν να ελέγξουμε.. Το χειρότερο όμως είναι όταν η αντίληψη αυτή γίνεται ιδεολόγημα στα χείλη του πολιτικού προσωπικού της χώρας, με αποτέλεσμα εμμέσως να αποκλείει την ευθύνη του: εφόσον τα δεινά προέρχονται από μη ελεγχόμενους παράγοντες, για ποιο λόγο να έχουν αυτοί την πολιτική ευθύνη; Για να μη μιλήσουμε για τη δαιμονοποίηση των “μεγάλων δυνάμεων” που κοιτάνε τα δικά τους “ιδιοτελή” συμφέροντα (τα δικά μας είναι πάντα εθνικά δίκαια) και μας αδικούν κατάφωρα. Η προσωπική και πολιτική ευθύνη πάει, όπως καταλαβαίνετε, περίπατο.
Ο δεύτερος τρόπος για τον οποίο η ανιστορικότητα έχει δυσμενείς πολιτικές συνέπειες είναι με την απόκρυψη της πολιτικής και οικονομικής διαμάχης και διαφοράς κάτω από το ιδεολογικοποιημένο εθνικό συμφέρον. Οποιεσδήποτε συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελλήνων δαιμονοποιούνται, αφορίζονται ως διχαστικές και τα αίτιά τους και η ανάλυση αυτών αποκρύπτεται. Μια στιγμή, θα μπου πείτε, δεν είναι διχαστικές και επιζήμιες; Είναι υπαρκτές σε κάθε κοινωνία, σε κάθε έθνος, σε κάθε ιστορική περίοδο και κοινωνική οργάνωση. Τα μέλη κάθε συνόλου έχουν πάντα αντικρουόμενα συμφέροντα που παλεύουν μεταξύ τους και η πάλη αυτή είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορίας και όχι η καταστολή ή αποσιώπησή τους. Πόσο επίκαιρο: εν μέσω οικονομικής κρίσης η επίκληση της “εθνικής συναίνεσης” δίνει το συγκεκαλυμμένο αυταρχικό της παρόν για να ακυρώσει κάθε αντίθετη πολιτική άποψη. Και έτσι εν τέλει, όλοι είμαστε πιο πρόθυμοι να αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα και ανέλεγκτα την άσκηση της εξουσίας. Η πολιτική διαμάχη είναι κάτι καλό.
Το “Τί είν' η πατρίδα μας;” λοιπόν, όχι μόνο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για “εθνική μειοδοσία”, αλλά στο μέτρο που προωθεί την κατανόηση της εξέλιξης της ιστορίας και την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, στο βαθμό που αμφισβητεί του ιδεολογικούς και ιστορικούς μας μύθους και πιστεύει στο παρόν και το μέλλον χωρίς συμπλέγματα και φοβίες, ενισχύει ουσιαστικά την εθνική ταυτότητα και το περιεχόμενό του είναι αληθινά πατριωτικό.
5. Η κριτική
Αν περάσω στην κριτική, θα έλεγα ότι οι συγγραφείς εμφορούνται από την πολυπολιτισμικότητα ως πολιτική και ιδεολογική επιλογή. Και προφανώς από που κρατάει η σκούφια του καθενός δεν έχει και πολύ νόημα πλέον και βέβαια το γενετικό υλικό ενός Αλβανού ή Πακιστανού που ριζώνει στον τόπο σε μερικές γενιές δεν θα ξεχωρίζει από το δικό μας. Είναι άλλο όμως να αντιμετωπίζεις την πολυπολιτισμικότητα ως φαινόμενο της εποχής από το οποίο δεν κινδυνεύεις (άλλωστε πώς κατάφερες να επιβιώσεις 4.000 χρόνια!) και την ενσωμάτωση αλλογενών στον πληθυσμό της χώρας χωρίς τη φοβία της “εξαφάνισης του έθνους” και άλλο η πολυπολιτισμικότητα να είναι στόχος που θέλεις πολιτικά να προωθήσεις, στο όνομα της “μετα-νεωτερικότητας”. Εγώ προσωπικά δεν έχω καταλάβει ακριβώς τί σημαίνει “μετα-νεωτερικότητα” καιποια η αξία της- ιδίως δε αφού γίνεται (και σωστά) δεκτό ότι η εξέλιξη και η αλλαγή ενυπάρχει στην ίδια την ιστορία. Και, λυπάμαι, που από τα τόσα συναρπαστικά αποσπάσματα του βιβλίου, το μόνο που θα παραθέσω θα είναι για να το (επι)κρίνω:
“Καλλιέργεια της ιστορικής εθνικής συνείδησης θα σήμαινε ότι τα εθνικά χαρακτηριστικά είναι προϊόντα της ιστορίας και άρα εξελίσσονται και αλλάζουν μέσα στο χρόνο. (μέχρι εδώ πολύ καλά). Η ιστορική συνείδηση άρα θα καλλιεργούσε την ιδέα της συμμετοχής των κοινωνικών ομάδων με στόχο την εξέλιξη και αλλαγή των εθνικών κοινωνικών δεδομένων, μόνη ελπίδα για ένα καλύτερα αύριο” (Φραγκουδάκη, σελ. 400)
Με δεδομένο ότι αμέσως παραπάνω γίνεται αναφορά στη σχετικότητα της εθνικής ανομοιογένειας όλων των εθνικών κρατών, δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί η αλλαγή των εθνικών κοινωνικών δεδομένων θα πρέπει να είναι στόχος. Όπως προελέχθη εφόσον η ιστορία ενέχει την εξέλιξη, γιατί να μην είναι η ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων αυτή που θα καθορίσει την διαφορετική κοινωνία του μέλλοντος; Εν τέλει, και θα το αναφέρω επειδή η διαμάχη γύρω από το βιβλίο συνδυάστηκε τελευταία και με την τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, γιατί είναι απαραιτήτως θετική εξέλιξη η απόδοση ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών, χωρίς να σταθμίζεται – με διάθεση αποδοχής τους και όχι απόρριψης – το αν έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, αν έχουν συνδέσει τη ζωή τους και το μέλλον τους με την πορεία αυτής της χώρας;
Επίσης, οι συγγραφείς του βιβλίου εμφορούνται και από την αντίληψη ότι προοδευτικοί είναι όσοι αποδέχονται τους μετανάστες, ενώ οι άλλοι συντηρητικοί. Το να αμφισβητούν, όμως, ότι το κύμα μετανάστευσης οδήγησε σε άνοδο της εγκληματικότητας στη χώρα είναι εξίσου άτοπο με το αναφερόμένο σε σχολικό εγχειρίδιο ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, μόνο από την αρχαία ελληνική, διαπίστωση δηλαδή που καταρρίπτεται από την εμπειρική παρατήρηση και μόνο!
Αναμφισβήτητα η εθνική ταυτότητα του σήμερα και του αύριο δεν μπορεί να είναι η “μαρμάρινη κεφαλή” του χτες. Ο επαναπροσδιορισμός της στη βάση της ιστορικής αλήθειας, της εθνικής αυτοπεποίθησης και της πολιτικής ευθύνης και συμμετοχής πρέπει να είναι ο στόχος, εφόδιο για ένα καλύτερο μέλλον και σίγουρα η συζήτηση που αναπτύσσεται στο “Τί είν' η πατρίδα μας;” γύρω από το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων είναι χρήσιμη και στα περισσότερα σημεία εύστοχη. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας που οι συγγραφείς διαπιστώνουν ναι μεν μπορεί να είναι προβληματικός και όπου είναι πρέπει να αναθεωρηθεί, αλλά αναρωτιέμαι μήπως αυτό είναι σε κάποιο σημείο αναπόφευκτο και μη αποφευκτέο, από τη στιγμή που απευθύνοναι σε Έλληνες μαθητές ή εν πάση περιπτώσει σε μαθητές στη χώρα αυτή. Και ακόμα και να δεχτώ ότι ο κινεζικός πολιτισμός σχεδόν αποσιωπάται, επειδή είναι αρχαιότερος από τον αρχαιοελλεηνικό και η κινεζική γλώσσα η αρχαιότερη ομιλούμενη γλώσσα, πληροφορίες που αμφισβητούν τις παραδοχές που έχουμε καλλιεργήσει για την "αντωτερότητα" της δικής μας εθνικής ταυτότητας. Κάκιστα θα πούμε να τροφοδείται ο εθνικός μας ψωρο-εγωισμός, αλλά είναι ή δεν είναι θεμιτό στα ούτως ή άλλως περιορισμένα σε έκταση σχολικά εγχειρίδια η αναφορά στην ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτισμό να είναι η κυρίαρχη, εφόσον εν τέλει αυτή μας αφορά περισσότερο; Μου φαίνεται απολύτως λογικό η βάση της εκπαίδευσης να είναι τα καθ' ημάς - με βελτιωμένο τρόπο σίγουρα - αλλά τα καθ' ημάς. Για να θυμηθώ και την Ρεπούση και το περίφημο βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' δημοτικού, πράγματι δεν βρίσκω κανένα λόγο να δηλητηριάζονται οι μαθητές με αφηγήσεις για παρθένες βιασθείσες από αλαλάζοντες Τσέτες επί αγίων τραπεζών, αλλά - πώς να το κάνουμε - ο “συνωστισμός” είναι ιστορική διαστρέβλωση
6. Εν κατακλείδι
Το “Τί είν' η πατρίδα μας;”, λοιπόν, μπορεί να προκαλέσει μεγάλες και ουσιαστικές συζητήσεις, καθώς παρά την εκτεταμένη κριτική που ασκεί (απολύτως εύστοχη στα περισσότερα σημεία), δύσκολα μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος στο βιβλίο μια ολοκληρωμένη εναλλακτική αντιπρόταση, πράγμα το οποίο νομίζω ότι επιτείνει μια άδικη κριτική. Αυτό που κρατάω εγώ είναι αυτό που ανέφερα και πιο πάνω. Το “Τί είν' η πατρίδα μας;” όχι μόνο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για εθνική μειοδοσία, αλλά στο μέτρο που προωθεί την κατανόηση της εξέλιξης της ιστορίας και την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, στο βαθμό που αμφισβητεί του ιδεολογικούς και ανιστορικούς μας μύθους και πιστεύει στο παρόν και το μέλλον χωρίς συμπλέγματα και φοβίες, ενισχύει ουσιαστικά την εθνική ταυτότητα και το περιεχόμενό του είναι αληθινά πατριωτικό. Αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου