Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μεσσηνιακαὶ Ἐπιστολαὶ

Έχω τη συνήθεια να περιδιαβαίνω συχνά διαθέσιμα στο διαδίκτυο αρχεία, αναζητώντας με βάση το λήμμα «Καλαμάτα». Σε μια από αυτές τις αναζητήσεις, έπεσα πάνω σε 13 κείμενα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, από 13 Ιουλίου μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1911, που περιλαμβάνουν ταξιδιωτικές εντυπώσεις του συντάκτη τους, του δημοσιογράφου Ευάγγελου Ν. Λαχανοκάρδη.
Ο Λαχανακάρδης επισκεπτόταν το θέρος εκείνο την δυτική Πελοπόννησο, με τελικό προορισμό την Καλαμάτα. Αν και υπάρχουν δημοσιευμένα κείμενα και για την Αχαΐα και την Ηλεία, τα 13 δημοσιεύματα αφορούν τη Μεσσηνία, ξεκινώντας από την Κυπαρισσία, τα Φιλιατρά και καταλήγοντας στην Καλαμάτα. Γοητευμένος από το φυσικό τοπίο, περιγράφει με ανεξάντλητο γλαφυρό λυρισμό τα κάλλη της περιοχής και κρίνει την εξέλιξη της πόλης υπό το πρίσμα και του ενθουσιασμού του που πυροδοτήθηκε από το κίνημα του 1909. Και την κρίνει με αυστηρότητα, παραδίδοντας χρήσιμα στοιχεία για την εποχή εκείνη στον αναγνώστη του σήμερα.

Επειδή από μια πρόχειρη έρευνα δεν βρήκα να έχουν δημοσιευθεί κάπου, αντέγραψα ένα από αυτά, εξασκούμενος παράλληλα στο πολυτονικό. Όποιος έχει την διάθεση να προχωρήσει παραπάνω, ή απλώς θέλει να τα διαβάσει, με χαρά θα του στείλω όλα τα δημοσιεύματα.


ΕΜΠΡΟΣ 10/9/1911
ΑΝΑ ΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΝ
ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
(ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΟΥ ΜΑΣ)

ΚΑΛΑΜΑΙ, Αὔγουστος. – Πλὴν τοῦ στομωθέντος διὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἀνοίγματος τῆς πόλεως πρὸς την Ὑπαπαντήν, καὶ ἄλλα τινὰ ἐρειπιώδη οἰκήματα κατερρίφθησαν καὶ 1 – 2 πλατεῖαι ἠνοίχθησαν εἰς τό ἐσωτερικόν τῆς πόλεως, ἀλλ’ ἄμορφοι καὶ αὐταί, ἐγκαταλειφθεῖσαι καὶ ἀκατέργαστοι μὲ ὀλίγα ἀσθενικὰ καὶ ἀπροστάτευτα δενδρύλλια διὰ γαρνίρισμα.  Αὐταὶ ἦσαν ὃλαι αἰ ἀπὸ τῆς τελευταίας δεκαετίας προσπάθειαι τῆς δημοτικῆς αρχῆς πρὸς ἀνακαίνισιν πρὸς  ἀ ν α ν έ ω σ ι ν  τοῦ ἐσωτερικοῦ τῶν Καλαμῶν. Σταγόνες έν ὠκεανῶ καὶ κόκκοι ἂμμου ἐν ἐρήμῳ. Ἡ ὂψις τῆς πόλεως οὐδαμῶς παρήλλαξε. Ἡ πόλις ἐξακολουθεί νὰ μὴ ζῇ, νὰ μὴ ἀναπνέῃ, νὰ μὴ εἶνε καθαρὰ, νἀ πνίγεται εἰς σκόνην, ἣ εἰς βόρβορον μέσα εἰς τὸν παλαιὸν τῆς λαβύρυνθον.
Θέλετε νὰ λάβετε συνολικὴν εἰκόνα τῆς ὃψεως τῶν Καλαμῶν; Ἀνέλθετε εἰς τὸ φρούριον. Τὸ ἐκ τοῦ ἀπεσπασμένου ἐκείνου καὶ εἰς τὸ ἀνατολικὸν ἂκρον τῆς πόλεως ἀποτόμως ὑψουμένου βράχου καταρρέον φραγκοενετικόν φρούριον, ἀπό τὰ πλευρά τοῦ ὀποίου, ἀρχίζει νὰ θάλλῃ δάσος – καὶ τὶ ὡραῖον δάσος. Ἡ ἐκτυλισσομένη ἐκ τοῦ ὓψους του σκιαγραφία πανόραμα. Κάτω μαρμαίρει γόησσα ἡ θάλασσα. Ὁ λιμὴν καὶ ἡ παραλία τῶν Καλαμών κατά μῆκος καὶ καθέτως τῆς ὁποίας περίκομψοι – καὶ ἐπί σχεδίου εὐτυχώς – ἐγείρονται αἱ νέαι Καλάμαι διαφαίνονται θελκτικαὶ διἀ μέσου τοῦ ακολάστως κυριαρχούντως πρασίνου. Μία πλατεία στακτόχρους ταινία ἐλικοειδὴς λείχουσα τὸ φρούριον κατέρχεται ἀπὸ τὸ «Λιθωμένο Φεῖδι», ἂλλο στοιχειὸ τῆς ἡμίσειαν ὣραν μακράν ἀγρίας φάραγγος πρὸς τὴν θάλασσαν. Εἶναι ὁ Νέδων, τέμνων σχεδόν τὴν Πόλιν. Καὶ πέραν αὐτῆς ὁ ἀτέρμων πράσινος κάμπος, ἀπό τὰ στήθη τοῦ ὁποίου ἐκφεύγουν αἱ λάμψεις παραδόξου ἐρυθρωπῆς γῆς. Καὶ αἱ Καλάμαι; Ἲδετέ τας πῶς προβάλλουν ἀπέραντοι καὶ έρυθροσκεπεῖς ὑπό τοὺς πόδας σας. Ἀθόρυβαι, ἢσυχοι, μαλακαί, ὡς νὰ λουφάζουν ὡς νὰ ὑπνώττουν εἰς τὴν δροσεράν ἀγκάλην τοῦ παραδείσου των. Ἀλλά Καλάμας ἒχετε ὑπό τὰς ὂψεις σας καὶ πόλιν δὲν βλέπετε.  Κεραμίδια μόνον βλέπετε κόπτοντα μὲ τὸν ζωηρόχρωμον χρωματισμόν τὴν πρασίνην μονοτονία τοῦ μαγικού πλαισίου. Οὒτε μία γραμμή ὁδού, οὒτε μία γωνία πλατείας, οὒτε μία πλευρά ἣ ἀέτωμα οἰκίας, προβάλλουν διὰ νἀ ποικίλλουν καὶ φαιδρύνουν καὶ ἐξωραΐσουν τὴν πνιγμένην εἰκόνα τοῦ συμφύρματος ἐκείνου καὶ τοῦ συνοθυλεύματος, ὑπό τό ὁποίον καταπλακωμένη καὶ ἐμπεπλεγμένη καὶ κουβαριασμένη ἡ πόλις πάσχει ἀνίκανος νὰ ροφήσει τὴν δρόσον καὶ τὸ φῶς τοῦ παραδεισίου περιβάλλοντος.
Καὶ πρὸ τῆς θλιβερᾶς αύτῆς εἰκόνας σᾶς ἒρχεται εἰς τὸν νοῦν ἡ τόσον ἀγρία και τόσον ὠμὴ μὲ τὴν λακωνικήν της γραφικότητα καὶ μὲ τὴν ἀκανθωτή τῆς αλήθειαν φράσις ἐνὸς Καλαματιανοῦ ἐμπερικλείουσαν ὃλην τὴν αἰματηρὰν ὀδύνην τῆς καταστάσεως∙
- Διὰ νὰ γίνῃ ἡ Καλαμάτα πρέπει νὰ καῇ ἀπό τἠν Ντοναία ἓως τὸ Κάστρο ἢ νὰ τὴν πλημμυρήσῃ ὁ Νέδων.
Βεβαίως ἡ τελευταία δεκαετίαν ἐσημείωσε πρόοδον εἰς τὰ δημοτικά πράγματα τῶν Καλαμῶν. Διότι ἐσταμάτησε ὀλίγον τὴν σῆψιν τοῦ παρελθόντος. Καὶ μία νέα πνοή κάποιας φιλοτιμίας καὶ ἐντροπής ἣρχισε νὰ πνέει εἰς τὰ στήθη τῶν άρχόντων της ὑπό τὴν δύναμιν τῆς ὁλοέν προϊούσης ἀφυπνίσεως καὶ ὠθήσεως καὶ ἐξεγέρσεως μιᾶς ὑγιεστέρας καὶ ἰσχυρωτέρας καὶ μᾶλλον ἀνεξαρτήτου κοινής γνώμης. Καὶ ἐπήλθε μὲν μεταβολή εἰς τὰ πρόσωπα. Ἀλλά παρενοήθη καὶ διεστρεβλώθη καὶ ενοθεύθη ἡ μεταβολή εἰς τὰ πράγματα. Δὲν ἠθέλησαν ἢ δὲν ἠδύναντο νὰ ἐννοήσουν τὶ ἐχρειάζοντο αἱ Καλάμαι διὰ ναρχίσουν νὰ λαμβάνουν τὴν μορφὴν καὶ τὴν ζωήν πόλεως. Ἀντί κατόπιν μελέτης καὶ ἐπί τῇ βάσει τῶν μᾶλλον ἐπειγουσών καὶ στοιχειωδῶν ἀναγκῶν τῆς πόλεως νὰ καταστρώσουν εὐρύ σχέδιον μεταρρυθμίσεων, εἰς τὴν πραγματοποίησιν τοῦ ὁποίου νὰ προβούν βαθμηδόν μὲν ἀλλά συστηματικῶς ἀπὸ τῶν μᾶλλον ἀπαραιτήτων καὶ ἀναγκαίων πρὸς τὰ ἐπιδεικτικώτερα καὶ πολυτελέστερα τῶν ἒργων, αὐτοί ἢρχισαν ἀπό τὰ τελευταία καὶ παρέβλεψαν τὰ πρῶτα. Ἀντί ναρχίσουν ἀπό τὸ ἂνοιγμα τῆς πόλεως, ἀπό τὸ ξεκοίλιασμα μιᾶς ρυμοτομίας, ἀπό τὴν κατασκευήν ἑνός δικτύου ὑπονόμων, ἀπό τὴν κατασκευήν ἐνός ὑδραγωγείου δι’ οὗ θὰ ὑδρεύετο δροσερώτερα, ὑγιεινότερα καὶ φθηνότερα ἠ πόλις, ἀπό τὴν κατασκευήν σφαγείων, ἀπό τὴν κατασκευήν σχολείων - ἒργα τὰ ὁποῖα θὰ ἒδιδον εἰς τὰς Καλάμας τὴν αληθῆ εἰκόνα καὶ τὴν ἀληθῆ ζωήν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴν ζωήν τοῦ ανθρωπισμοῦ ἢρχισαν ἀπό τὸ ἠλεκτρικόν φῶς. Καλός καὶ ἀγιος καὶ θαυμάσιος ὁ ἠλεκτροφωτισμός εἰς πόλιν εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἂρχοντές της τῆς ἠρνήθησαν τὸν ἡλιακόν φωτισμόν. Δύναταί τις ναρνηθῇ αὐτήν τὴν πρόοδον - τού ἠλεκτρικού φωτός; Πρόοδον ὃμως φωτίζουσαν περισσότερον τὰς ἂλλας ἀσχημίας καὶ ἐλλείψεις τῆς πόλεως, πρόοδον φωτεινότερα δεικνύουσαν τὴν ἂλλην ὀπισθοδρόμησιν, εἰς ἣν ἐκράτουν καταδικασμένην τὴν πόλιν των. Ἠλεκτροφωτισμός. Ἀλλ’ ἒπρεπε νὰ υπάρχουν δρόμοι διὰ νὰ ἠλεκτροφωτίζωνται. Ἠλεκτροφωτισμός ό ὁποῖος χάνεται εἰς τὸ σκότος τοῦ λαβυρίνθου.
                Ἡ πόλις χωρίς νὰ ἒχῃ οὒτε μίαν ὑπόνομον εἶνε ὃλη ὑπονομευμένη ἀπό τὴν φρίκην τῆς κόπρου, ἡ ὁποία ἀπό δεκάδων ἐτῶν καθ’ ἑκάστην σωρευομένη καὶ ἐμποτίζουσα καὶ λιπαίνουσα τὸ ἒδαφος, ἐφ’ οὗ ζῆ ἡ πόλις, δηλητηριάζει τὴν ἀτμοσφαῖραν της καὶ ἀπειλεῖ τὴν ὑγείαν της.
                Ὡραία, δροσερά, κατάψυχρα καὶ ὀλίγον βαρειὰ τὰ νερὰ τῶν πανάρχαιων πηγαδιῶν ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑδρεύεται ἡ πόλις. Φλέβες τοῦ Ταϋγέτου, ἀλλὰ νερά μὲ τὸν κίνδυνον τῆς μολύνσεως ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν. Καὶ ἐκ τῶν κάτω καὶ ἐκ τῶν ἂνω. Διότι εἷνε ἀσκέπαστα τὰ φρέατα. Σπανίως σπανιώτα καθαριζόμενα.  Καὶ όταν καθαρίζωνται οἷον Μουσεῖον ζωικόν καὶ παλαιοντολογικόν ἐξάγεται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Καὶ γελέκα καὶ στολαί καὶ κομβία καὶ κόκκαλα – σκελετοί παιδιῶν κάποτε ἀνεσύρθησαν καὶ, καὶ, καὶ… Δὲν ἀναφέρομεν καὶ τὶ ἂλλα ἀκόμα ἀνεσύροντο. Ἀκριβώτατα δὲ στοιχίζουσα 200 καὶ 300 δρ. τὸ ἒτος αὐτή ἡ ὓδρευσις εἰς ἒκαστον κατάστημα καὶ ἑκάστην οἰκογένειαν διὰ τῆς πολυδαπάνου καὶ μεταφορᾶς τοῦ ὓδατος κατὰ βαρέλαν πρὸς 5 καὶ 10 καὶ 20 λεπτὰ τὸν χειμῶνα ἡ βαρέλα. Ἐχρειάζετο δὲ ἀληθῶς τὸ θαυμάσιον, τὸ ὐπέροχον, τὸ γοητευτικόν, τὸ παραδείσιον κλίμα τῶν Καλαμῶν διὰ ν’ ἀντέχῃ καὶ ἀντιδρᾷ καὶ ἐξουδετερώνει ἀρκετά τους ανθυγιεινοτάτους αὐτούς ὃρους, ὑπό τοὺς ὁποίους διαβιοῖ ἡ πόλις. Ἀλλὰ περί ὐπονόμων, περὶ σφαγείων, περὶ ρυμοτομίας, περὶ ὑδραγωγείου οὐδὲ σκέψις ἐγένετο. Ὡς νὰ τὰ εἶχε ὃλα ἡ Καλαμάτα καὶ μόνον τὸ ἠλεκτρικόν νὰ τῆς ἒλειπε. Ἀλλά τὸ ὴλεκτρικόν κτυπᾷ εἰς τὰ μάτια. Θαμβώνει τὰ μάτια. Παρασύρει τὴν πρώτην ἐντύπωσιν τοῦ ξένου. Ἒχομεν τὴν ἐπίδειξιν, τὴν ἐξωτερικήν, τὴν ἀπατηλήν λάμψιν τοῦ πολιτισμοῦ.  Τί τὴν θέλομεν τὴν οὐσίαν, τὴν ζωὴν, τήν ἀλήθειαν τοῦ πολιτισμοῦ;
- Ἡμεῖς τὸ ἐκάμαμεν – μᾶς ἒλεγεν ἐξέχον μέλος τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου Καλαμῶν – ὃπως ἓνας ξυπόλυτος ὁ ὁποῖος δὲν βλέπει τὴν ξυπολυσιά του ἀλλ’ ἀγοράζει γάντια καὶ καπέλλα τῆς τελευταίας μόδας. Δὲν ἒχομεν δρόμους καὶ πνιγόμαστε τὸν χειμῶνα καὶ ἒχομεν ἠλεκτρικό. Καλό εἶνε καὶ αὐτό, ἀλλά νὰ εἲχαμε πρωτήτερα δρόμους. Καλὰ νὰ πᾶμε στὸν πόλεμο, ἀλλά νάχουμε τουφέκια…
Στρογγυλώτατα, γραφικώτατα, ἀληθέστατα, σταράτα λόγια.
Ὡς πρὸς τὴν ρυμοτομίαν τῆς πόλεως ἐπαινετή ἀληθῶς ἠ πρόθεσις τοῦ πρώην δημάρχου κ. Κουτσομητοπούλου μὲ τὸ άνοιγμα τῆς ὁδοῦ Ὑπαπαντῆς περί ἧς ἒγράφομεν χθές. Ἀλλ’ ὡς ἐπιπολαίως ἐμελετήθη καὶ ἐξετελέσθη, ὡς δὲν ἐξετελέσθη, καὶ ἐσπαταλήθη, ἐζημίωσεν τὸ ταμεῖον τοῦ Δήμου καὶ ὰσχήμησε περισσότερον καὶ ἐστενοχώρησε τὴν πόλιν.
Αὐτὸ εἶναι ὃλον τὸ ἐνεργητικὸν, τὸ μέγα καὶ βαρύ καὶ φωτεινὸν ἐνεργητικὸν, τὸ ὁποῖον ἒχουν νὰ ἐπιδείξουν αἱ δύο προηγηθεῖσαι τῆς διανυομένης ταύτης δημαρχικαὶ περίοδοι. Ὀ πρὸ τῶν ἐξόχως ἐπειγουσῶν ἂλλων ἀναγκών τῆς πόλεως σπεύσας ὀλίγον ἠλεκτροφωτισμός καὶ ἡ προβληθεῖσα ἀπόπειρα τοῦ ἀνοίγματος τῆς Ὑπαπαντῆς. Ἐνεργητικόν πενιχρώτατον καὶ εὐτελέστατον ἀπέναντι προϋπολογισμῶν 2,500,000 δρ. καὶ πλέον δαπανηθέντων κατὰ τὴν ὀκταετίαν καὶ δανείου συναφθέντος 500 χιλ. δραχμών.
Ἀλλ’ ὁπωσδήποτε καὶ μὲ τὰ ψυχία αὐτά καὶ τὰ σταγωνίδια ἢρχισεν ἐπιτέλους νὰ διακόπτεται ἡ νέκρωσις καὶ ἡ ἀποτελμάτωσις τοῦ παρελθόντος χωρίς ἒν τούτοις ἡ διαύγεια τοῦ πνεύματος καὶ ἡ συναίσθησις τῆς εὐθύνης καὶ τοῦ καθήκοντος ὂχι μόνον ν’ ἀναλάμψῃ πλήρως, ἀλλ’ ουδὲ νὰ χαράξῃ καλά – καλά εἰς φιλότιμον, εὒρωστον, ρηξικέλευθον, ριζοσπαστικήν δρᾶσιν. ‘Υφίσταντο ἀκόμη οἱ νέοι τὴν ἐπήρειαν μακράς παραδόσεως τοῦ παρελθόντος καὶ τὴν νάρκην τῶν ἒξεων αὐτῆς καὶ τὴν πίεσιν τῶν ἐκ τῆς νέας καταστάσεως θιγομένων καλομαθημένων ἀνόμων καὶ ἐγωιστικών συμφερόντων καὶ ὠσεί ὐπνωτισμένη ἀκόμη καἰ παραπαίουσα ἐν μέσῳ τοῦ ἀνατέλλοντος φωτός καὶ τοῦ βραδέως μὲν καὶ μετὰ λύσσης ἀλλὰ σταθερῶς ὑπὸ τὴν λαϊκὴν ἀφύπνισιν καὶ ὁρμήν ἀποσυρομένου σκότους περισσότερον ἐσύροντο ἀπό τὀ δεύτερον καὶ μὴ θέλοντες ἣ μὴ δυνάμενοι νανοίξωσι καλὰ τοὺς ὀφθαλμούς των πρὸς τὸ πρῶτον.
Θὰ ἲδωμεν κατά πόσον καὶ πὼς προσεπάθησεν νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν ἀληθῶς φωτεινήν τροχιὰν τῶν συμφερόντων τών Καλαμών ἡ λήγουσα αὐτὴ δημαρχική περίοδος.

ΕΥΑΓ. Ν. ΛΑΧΑΝΟΚΑΡΔΗΣ 

Αριστερή πολιτική και αριστερά αποτελέσματα

(δημοσιεύτηκε 29.12.2015 στο Npress.gr εδώ)
Όταν κάποιος μιλάει για αριστερή κοινωνική πολιτική είναι πιθανότερο να αναφερθεί στο «σκανδιναβικό μοντέλο» παρά στη Λατινική Αμερική. Μπορεί ευλόγως να μας συγκινεί η κοινωνική και πολιτική ανάδυση χωρών και λαών που για χρόνια ήταν παγιδευμένοι στον ιστορικό χωροχρόνο μεταξύ ισπανικής φεουδαρχίας και αμερικανικού ΝIMBY. Η εγγύς σε εμάς πραγματικότητα όμως είναι μια Ευρώπη που ακόμα και σήμερα κινείται στη βάση πολιτικών κοινωνικής προστασίας∙ διαβρωμένων από την λιτότητα, αλλά αναμφισβήτητα υπαρκτών.

Όσο και αν οι δημοσιονομικές πιέσεις λειτουργούν ως μοχλός οικονομικού και κοινωνικού engineering προς την κατεύθυνση μιας αμερικανικού τύπου απορρύθμισης, η πολιτική ταυτότητα της Ευρώπης δύσκολα θα απαγκιστρωθεί πλήρως από την μεταπολεμική αριστερή πολιτική και κοινωνική παράδοσή της. Η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία, η ιδιάζουσα θρησκευτική και ταυτόχρονα ριζοσπαστική πολιτική παράδοση του ευρωπαϊκού νότου και της Γαλλίας, αλλά και η ίδια η μεταπολεμική Γερμανία που ακόμα και σήμερα επενδύει τεράστια ποσά στην κοινωνική πολιτική «εγγυώνται» για αυτό.

Όλο και περισσότερο βέβαια, η κοινωνική πολιτική θα δεσμεύεται από δημοσιονομικούς καταναγκασμούς. Και σε αυτό το πλαίσιο οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν ανάμεσα σε μάχες ιδεολογικού χαρακτήρα και σε μάχες κονδυλίων και προϋπολογισμών, αν δεν απαντήσουν έγκαιρα στο εξής δίλημμα: αριστερή πολιτική ή αριστερά αποτελέσματα;

Τί είναι όμως αριστερά αποτελέσματα και πώς επιτυγχάνονται; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ανεξάρτητη από την σχέση της αριστεράς με τις κατεστημένες οικονομικές κοινωνικές σχέσεις, με το αν θα συντηρήσει την επαναστατική της παράδοση και ταυτότητα ή θα κινηθεί εντός των δεδομένων του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος, υπό το φως μιας εμπειρίας που κατέδειξε ότι τα όρια βολονταριστικών πολιτικών είναι περιορισμένα. Φυσικά, δεν θα υποδείξουμε την προγραμματική συγκρότηση της επαναστατικής αριστεράς. Μια εναλλακτική προσέγγιση, όμως, θα έπρεπε να απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήματα.

Άραγε, η Αριστερά ενδιαφέρεται για την αναδιανομή του πλούτου όπως και όσο τον βρίσκει σε μια δεδομένη στιγμή ή ενδιαφέρεται και για την διευκόλυνση της παραγωγής του; Πότε είναι θεμιτή μια ιδιωτική επένδυση; Η ευημερία των χαμηλών ή μεσαίων στρωμάτων επιτυγχάνεται μέσω της μείωσης του οικονομικού επιπέδου των ανωτέρω τάξεων ή είναι δυνατόν να αυξάνεται σημαντικά ακόμα και αν η μεταξύ τους «ψαλίδα» ανοίγει περισσότερο; Κοινωνική πολιτική είναι μόνο η «δημόσια και δωρεάν για όλους» παροχή υπηρεσιών ή μπορεί να ζητείται κλιμακούμενο οικονομικό αντάλλαγμα χρήσης της και με ποιους όρους; Μπορεί να αντικατασταθεί η απευθείας παροχή κοινωνικών υπηρεσιών από την καταβολή χρηματικού ποσού ή ισοδύναμων μέσων πληρωμής, εφόσον είναι οικονομικά πιο αποτελεσματικό;

Όπως οι αριστερές πολιτικές, έτσι και τα αριστερά αποτελέσματα στην κοινωνική πολιτική δεν θα είναι ποτέ αυτόματες συνέπειες της οικονομικής πολιτικής. Μόνο δυνάμεις με πολιτική βούληση και συνείδηση, αντίληψη, όραμα και ικανότητα τεχνοκρατικού σχεδιασμού μπορούν να τα κάνουν πραγματικότητα. Δηλαδή, μόνο αριστερές δυνάμεις.


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015


Χρόνια πολλά σε όλους!

Δημοσιεύτηκε από Michalis Kosmopoulos στις Παρασκευή, 18 Δεκεμβρίου 2015

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Εισήγηση 9/6/2015 στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου Δίκες των δοσίλογων 1944-1949 του Δ. Κουσουρή

Καταρχάς να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πολύ τιμητική πρόσκληση να συμμετέχω στην αποψινή συζήτηση. Και να κάθομαι δίπλα σε ανθρώπους που σίγουρα γνωρίζουν πολύ καλύτερα από εμένα το ζήτημα των δοσιλόγων της κατοχής.

Ένα ζήτημα που ο συγγραφέας ερεύνησε σε βάθος και από όλες τις πλευρές: την ιστορική, την πολιτική, την φιλοσοφική, την κοινωνιολογική και τη νομική.

Αντιλαμβάνομαι ότι κλήθηκα με τη νομική – δικηγορική μου ιδιότητα και προετοιμάζοντας την τοποθέτηση μου σκέφτηκα να περιοριστώ στην ανάλυση των νομικών ζητημάτων. 

Το δίκαιο όμως δεν υπάρχει στο κενό, το δίκαιο και η δικαιοσύνη είναι θεσμοί πολιτικοί, στενά συνδεδεμένοι με τον συσχετισμό δυνάμεων όπως αυτός αποκρυσταλλώνεται σε κάθε δεδομένη στιγμή της ιστορίας.

Και αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον η αποψινή συζήτηση γιατί τη στιγμή της απελευθέρωσης το Σεπτέμβριο του 1944 δεν υπήρχαν συσχετισμοί «αποκρυσταλλωμένοι». Τότε  διαμορφώνονταν.
Και το ζήτημα του δοσιλογισμού περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, καθώς αυτός εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, που εύστοχα έχει καταγράψει και η τέχνη: από τον Φον Δημητράκη του Ψαθά μέχρι τον Κουτσό του Μεταξουργείου, από τον Πούλο μέχρι τον Ράλλη, από τον τελευταίο μαυραγορίτη, μέχρι την επιφανή επιχειρηματική τάξη των Αθηνών.  

Γιατί, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, ο δοσιλογισμός ήταν θεσμικός και μαζικός. Και όσο και αν υποκριτικά το προσπερνούσε ο τότε υπουργός δικαιοσύνης, η αιτιολογική του έκθεση για την ΣΠ6 τα υπονοεί όλα:

«Λέγεται ότι οι Κυβερνήσεις της ξένης Κατοχής επεχείρησαν να κατοχυρωθούν όπισθεν της συγκαταθέσεως του πολιτικού κόσμου, όστις όμως αναλογιζόμενος τας ευθύνας του δεν ήθελε να εμφανισθή επί της σκηνής. Δεν γνωρίζομεν αν τούτο είναι αληθές. Οσονδήποτε όμως και αν αι Κυβερνήσεις αύται εξησφάλισαν την συγκατάθεσιν του πολιτικού κόσμου, παραμένει ανέπαφον το γεγονός ότι ήσαν Κυβερνήσεις των Γερμανών»

Έτσι, λοιπόν, σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους και η δικαιοσύνη και το δίκαιο έχουν χαρακτήρα μεταβατικό. Όταν υπάρχει δοσιλογισμός που κινείται στη γκρίζα ζώνη, στη γκρίζα ζώνη κινούνται και οι μεταπολεμικοί θεσμοί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο σχετικό νομοθέτημα, η ΣΠ 1 της 6.11.1944 προέβλεπε δόση όρκου ακόμα και για τους τακτικούς δικαστές στην έναρξη κάθε δίκης.

«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου ως μέλους του Ειδικού Δικαστηρίου, έχοντας υπ’όψει τας θυσίας του αγωνισθέντος Ελληνικού Λαού και την τιμή του Έθνους»
Ο όρκος αυτός συνοψίζει άριστα το κλίμα της εποχής. Δεν αναφέρεται σε σύνταγμα γιατί το σύνταγμα είχε ήδη καταλυθεί από το 1936. Δεν αναφέρεται σε νόμους, γιατί δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Οι δίκες θα διεξάγονταν σύμφωνα με την ΣΠ 1. Ταυτόχρονα, συνεπής με το «πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν» ΚΑΙ το προσδοκώμενο κλίμα εθνικής ενότητας, ο όρκος αναφερόταν ΚΑΙ στον αγωνιζόμενο λαό ΚΑΙ στην τιμή του έθνους. Ήταν όρκος βαθειά πολιτικός και έδινε το στίγμα για τη διεξαγωγή ουσιαστικά πολιτικών δικών.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το νομοθετικό πλαίσιο για τη δίωξη των δοσιλόγων, από την ΣΠ 1 της 6.11.1944 μέχρι τον αν 533 της 3.9.1945, δεν μπορεί να κριθεί, λοιπόν, με τη σημερινή εμπειρία του κράτους δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Είναι νομοθετικό πλαίσιο αυστηρό και θα έλεγα ότι σε γενικές γραμμές είναι απολύτως επαρκές. Και θα ήταν και αποτελεσματικό, αν δε νοθευόταν η πολιτική βούληση εφαρμογής του από την θεσμοποίηση του αντικομμουνισμού ως κρατικής πολιτικής.

Αν θελήσουμε να σκιαγραφήσουμε την θέσπιση και εξέλιξη του νομικού πλαισίου, σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, θα παρατηρούσαμε τα ακόλουθα:

1. Το νομικό πλαίσιο δίωξης του δοσιλογισμού ήταν νόμοι που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την απελευθέρωση. Παραβιαζόταν έτσι η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, σύμφωνα με την οποία κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί και καμία ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί για πράξη που δεν τιμωρείται κατά το χρόνο τέλεσής της.

Η παραβίαση της αρχής nullum crimen δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Με διατάξεις που θεσπίστηκαν μετά τη λήξη του πολέμου δικάστηκαν και καταδικάστηκαν και οι ναζί στις δίκες της Νυρεμβέργης.

Όπως και στις δίκες της Νυρεμβέργης, η υπερασπιστική γραμμή ανέδειξε την παραβίαση αυτή. Όπως και στις δίκες της Νυρεμβέργης, τα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν την ένταση αυτή.

2. Η διατύπωση των σχετικών ποινικών διατάξεων ήταν ευρεία, ώστε να καλύπτει κάθε δυνατή μορφή δοσιλογισμού και τυποποιούσε τις σχετικές συμπεριφορές με περιπτωσιολογική απαρίθμηση. Με την ΣΠ 6 της 20.1.1945 το έγκλημα έγινε τυπικό, δεν απαιτείτο δηλαδή να διαγνωσθεί δόλος και θεσπίστηκαν και ειδικές διατάξεις για το λεγόμενο οικονομικό δοσιλογισμό, με κύρωση και τη δήμευση περιουσίας.

Μάλιστα στο θέμα της δήμευσης η ευθύνη ήταν οικογενειακή: κάθε περιουσία που ανήκε στη σύζυγο, στους αδελφούς, στους ανιόντες και κατιόντες μπορούσε να δημευθεί, εφόσον αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια ή μετά την τέλεση των αποδιδόμενων πράξεων!

Τα εγκλήματα δικάζονταν από Ειδικά Δικαστήρια – τα λεγόμενα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων με μικτή σύνθεση. Από τη ΣΠ1 μέχρι τον αν 533 η αναλογία αντιστράφηκε από πλειοψηφία των ενόρκων και στο τέλος υπερτερούσαν οι τακτικοί δικαστές. Είναι ενδιαφέρον ότι οι συνήγοροι των δοσιλόγων της εποχής πίεζαν να υπερτερούν οι ένορκοι, ισχυριζόμενοι ότι τα δικαζόμενα εγκλήματα ήταν πολιτικά. Θα είχε ενδιαφέρον μια συζήτηση για το πολιτικό έγκλημα και το ρόλο των ενόρκων. Ίσως το συζητήσουμε αργότερα.

Ο χρόνος της διαδικασίας οριζόταν συντομότατος.

Μέσα σε 20 μέρες που στη συνέχεια έγιναν 15, θα έπρεπε να εισάγονται οι υποθέσεις στο ακροατήριο «δια’ απ’ ευθείας κλήσεως και άνευ προανακρίσεως». Η ανάκριση περατωνόταν ακόμα και χωρίς απολογία του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν ελάμβανε γνώση της δικογραφία παρά μόνο στο ακροατήριο!

Κατά των αποφάσεων που εκδίδονταν δεν επιτρεπόταν κανένα ένδικο μέσο. 

Ως γενικό σχόλιο μπορούμε να πούμε ότι οι διαδοχικές τροποποιήσεις άμβλυναν την κατάσταση εξαίρεσης που θέσπιζε η ΣΠ1 και αποκαθιστούσαν ως ένα βαθμό την δικονομική κανονικότητα. Πάντως, τα πενιχρά αποτελέσματα της όλης διαδικασίας δεν οφείλονταν σε ανεπάρκειες του νομικού πλαισίου.

ΔΙΚΑΣΤΕΣ

Βέβαια, δικαστές των δοσιλόγων ήταν οι ίδιοι δικαστές που υπηρέτησαν στην κατοχή. Τους ακουμπούσε η κατηγορία περί δοσιλογισμού; Προφανώς ναι. Διώχθηκαν άραγε για συνεργασία με τις αρχές κατοχής;  Ο συγγραφέας αναφέρεται στην απόλυση ενός Πρωτοδίκη. Προφανώς επειδή ήταν απλός Πρωτοδίκης.

Δεν θα κατανοήσουμε το  γεγονός ότι ο δικαστικός κλάδος εξήλθε αλώβητος από τις διώξεις των δοσιλόγων, αν δεν συζητήσουμε για το πεδίο των σχέσεων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αλλά και τις αυτόματες προσαρμογές της δικαιοσύνης στις κάθε φορά επικρατούσες συνθήκες.

Για την παρούσα ανάπτυξη είναι παντελώς αδιάφορο ζήτημα αν υπάρχουν και ευθείες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη. Ας μην εγκλωβιστούμε σε αυτό.

Κάποια παραδείγματα, θα μας βοηθήσουν περισσότερο.

Πριν από περίπου 15 χρόνια, απευθύνθηκε στον τότε πρόεδρο Αρείου Πάγου Στέφανο Ματθία, η εξής ερώτηση:

Γιατί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε συνταγματικό το ν. 1264/82 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, παρόλο που επενέβαινε στην διοικητική τους αυτοτέλεια και καθαιρούσε τις διοικήσεις τους με άμεση προκήρυξη νέων εκλογών;

Η απάντησή του ήταν μάλλον κυνική: «Το 1981 συνέβη μια κυβερνητική αλλαγή με χαρακτηριστικά μεταπολίτευσης και ο Άρειος Πάγος δεν μπορούσε να το αγνοήσει».

Πιο πρόσφατα, στις 28.1.2014, ο κ. Τσιπρας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επισκέφτηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο τότε πρόεδρος του ΣτΕ κ. Σωτήρης Ρίζος έκανε και την εξής δήλωση: 

«Εξηγήσαμε επίσης τη μεγάλη πίεση που δέχθηκε το δικαστήριο … από τις δυσμενείς πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, γεγονότα που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την άνετη ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος»

Και μόλις στις 5.6.2015, πριν από 4 μέρες, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, είπε:

«Η ελευθερία (ενν. του ΣτΕ) μειώθηκε σημαντικά, όχι από παρεμβάσεις προσώπων αλλά από την επιβολή των πραγμάτων…. Οι βεβαιότητες αναιρέθηκαν».

Τα ανωτέρω παραδείγματα αφορούν περιόδους αναμφίβολα πολιτικά σημαντικές και μεταβατικές. Αλλά προφανώς πιο ομαλές από το 1944. Και αν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας θεωρείται λογικό να βρίσκονται υπό την επιρροή των συνθηκών σε περιόδους ομαλότητας, καθένας μπορεί να φανταστεί το κλίμα εκείνης της εποχής.

Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας, ότι η δικαιοσύνη, όσο και αν την θέλουμε ανεξάρτητη, είναι βραχίονας του κράτους, με άλλοτε λιγότερη και άλλοτε περισσότερη αυτονομία από την εξουσία, δηλ. από τη δυναμική των κοινωνικών και οικονομικών συναινέσεων σε συγκεκριμένο χρόνο.

Ταυτόχρονα η δικαστική εξουσία βρίσκεται σε συνεχή αναδιαπράγματευση με την εκτελεστική εξουσία, για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της τάξης των μελών της. Θα θυμίσω απλώς την περίπτωση της «αντιχουντικής δικαστικής ανταρσίας» του πρώτου μεταπολιτευτικού ΠτΔ Μιχαήλ Στασινόπουλου. Το ΣτΕ δεν εναντιώθηκε στην 21η Απριλίου, αφού «επανάστασις επικρατήσασα για μια ημέρα παράγει δίκαιον». Εναντιώθηκε μόνο όταν η δικτατορία απέλυσε δικαστές.

Για την εποχή που μας απασχολεί, θα αναφερθώ σε ένα μόνο Φύλλο ΕΚ, στο ΦΕΚ 69 της 24.3.1945.
Στο ίδιο ΦΕΚ δημοσιεύονται τρεις πράξεις:

- Πρώτον, η ΣΠ 24 περί αποκαταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους από το αποτυχημένο κίνημα Πλαστήρα του 1933 μέχρι το τέλος της κατοχής. Οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά.

- Δεύτερον, η ΣΠ 26 περί απολύσεως δημοσίων υπαλλήλων συνεργασθέντων μετά του εχθρού. Οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά και αναγγελλόταν η θέσπιση ιδιαίτερου νόμου.

- Και τρίτον, ο αν 211 περί τροποποίησης του Κανονισμού των Δικαστηρίων, ο οποίος έδινε πειθαρχικές υπερεξουσίες στον υπουργό Δικαιοσύνης: χαρακτηριστικό είναι ότι μπορούσε να καλεί και ολόκληρη σύνθεση δικαστηρίου για να την επιπλήξει και να ασκήσει πειθαρχική εξουσία.

Το ΦΕΚ αυτό συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την τότε πολιτική έναντι του δικαστικού κλάδου: Πολιτική καρότου και μαστιγίου, ώστε και να τον αμνηστεύσει ουσιαστικά για τις κατοχικές υπηρεσίες του και να εξασφαλιστεί η προσαρμογή του στο νέο status quo.

Σε αυτό το πλαίσιο, το συμπέρασμα είναι ότι η δικαστική εξουσία εξυπηρέτησε την περίοδο εκείνη τις πολιτικές επιλογές της συγκυρίας: αφενός τη δίωξη των δοσιλόγων, αφετέρου τη νόθευση της διαδικασίας με την αντικομμουνιστική πολιτική της περιόδου.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Εστιάσαμε ήδη σε δύο πυλώνες του θέματος, το νομοθετικό πλαίσιο και τη δικαιοσύνη, Επιτρέψτε μου να κλείσω με κάποιες σύντομες περαιτέρω παρατηρήσεις.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς: πώς αποτιμάμε όλη αυτή τη διαδικασία; Τελικά, τιμωρήθηκαν οι δοσίλογοι;

Καταρχήν, η σύγκριση μιλάει μόνη της: Στο Βέλγιο υπέστησαν κυρώσεις περίπου 80.000 άτομα και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 48.000 άτομα. Στην Ολλανδία υπέστησαν κυρώσεις 110.000 άτομα και φυλακίστηκαν 51.000 άτομα.

Καταλυτική για την Ελλάδα ήταν η αντικομμουνιστική θέσμιση του μεταπολεμικού κράτους. Οι δοσίλογοι ήταν χρήσιμοι για την εξουσία και έπρεπε να παραμείνουν διαθέσιμοι.

Καταδικάζονταν σίγουρα όσοι ήταν μέλη γερμανικών υπηρεσιών ή οργανώσεων, όσοι διέφυγαν με τους Γερμανούς, όσοι έδρασαν κατά συμμαχικών αποστολών και δικτύων, όσοι ήταν μη Έλληνες την καταγωγή.  Καταδικάστηκαν φυσικά οι κατοχικοί πρωθυπουργοί και υπουργοί.

Δεν καταδικάζονταν όσοι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι έδρασαν κατά κομμουνιστών.

Κλείνοντας, οι διώξεις κατά των δοσιλόγων απέτυχαν. Απέτυχαν γιατί δεν εκφράστηκε στο πεδίο αυτό κάποια σύγκρουση εντός της αστικής τάξης για τον έλεγχο του κράτους. Αντιθέτως υπήρξε συναίνεση μπροστά στη νέα πολιτική διαιρετική τομή της εποχής και ο δοσιλογισμός ενεγράφη στις αναγκαίες συμμαχίες της.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

64 χρόνια και τρεις γενιές μετά

(δημοσιεύτηκε 8.9.2013 στο Red Notebook εδώ)

Οι  άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν΄ ασχολούνται ν΄ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, σ΄ αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους,  δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ΄ αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας.

Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852

Κι όμως, εξήντα τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και τρεις (ήδη προς την τέταρτη) γενιές απόσταση, η ταραγμένη περίοδος του ‘40 διατηρήθηκε, άλλοτε υπόκωφα, άλλοτε πιο έκδηλα, ως κομβικό σημείο πολιτικής διαφοροποίησης της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο πολιτικοποιημένων Ελλήνων. Η αντοχή της διαιρετικής αυτής τομής είναι αναμφισβήτητη, παρά τη διακύμανση της έντασής της ή της έκτασής της, ανάλογα με την πολιτική επικαιρότητα και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Έτη εξήντα τέσσερα και γενιές τρεις είναι χρόνος πολύς, όταν μια δεκαετία αρκεί, αν όχι να επιφέρει τη λήθη, να αφήσει την κοινωνική εξέλιξη να αλλάξει τα διακυβεύματα, τα οποία φυσικά δεν καθορίζουν μειοψηφίες που αναπολούν την επανάληψη εμφυλίων συγκρούσεων. Ποιοί είναι, όμως, οι λόγοι που οι ψυχές ταράζονται και δεν ησυχάζουν;

Ακόμα, βέβαια, συντηρούνται ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη βάση του παρωχημένου και πολιτικά ισχνού διπόλου “εθνικοφροσύνη - εθνοπροδοσία” που, εκτός από ανιστόρητο, συγκαλύπτει πραγματικές αντιθέσεις εντός του έθνους ή της “ανταρσίας”, ωσάν ο εμφύλιος να ήταν μια παράβαση του νόμου. Αλλά το φαινόμενο της αντοχής της περί εμφυλίου διαμάχης δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν ειδωθεί υπό το ερμηνευτικό σχήμα μια σύγκρουσης ερειδόμενης στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής και τις πολιτικές διεκδικήσεις που δημιούργησαν. Και τα τελευταία χρόνια, αυτή η ταυτότητα της σύγκρουσης προβάλλεται από όλες τις πλευρές και εγγράφεται στην συστημική αφήγηση: η εν πολλαίς αμαρτίες και αχρησία περιπεσούσα εθνικοφροσύνη έδωσε τη θέση της στον ενδιαφέροντα όρο “αστικός κόσμος”, μια σαφής ταξική αναφορά.

Έτσι, ο εμφύλιος εκφράζει ακόμα και σήμερα αυτό που πραγματικά ήταν: η μεγάλη σύγκρουση δύο κόσμων. Για αυτό και η αμείωτη αναφορά στον ελληνικό εμφύλιο· γιατί χρησιμεύει σε μεγάλο βαθμό, για τον προσδιορισμό του πολιτικού στίγματος στο σήμερα, καθώς η ιστορία του εμφυλίου συμπυκνώνει διαχρονικά πολιτικά προβλήματα: το ζήτημα των ανισοτήτων και της περιθωριοποίησης, τη μορφή, την έκταση και τα αποτελέσματα των κοινωνικών συγκρούσεων, την αξίωση για περισσότερη δημοκρατική συμμετοχή και ελευθερίες στους πολλούς. Αλλά και από την αντίθετη πλευρά αποτελεί ανάμνηση περί της σιδηράς πυγμής και του νόμου της πειθαρχίας που ασκούν τη συντριπτική τους ισχύ για την προάσπιση του κράτους και των παγιωμένων εξουσιαστικών σχέσεων με κάθε κόστος.

Για να γίνουν σαφέστερα τα ανωτέρω, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι το 2010, στην αρχή της οικονομικής κρίσης και στον κλονισμό που αυτή προκαλούσε, μια σειρά από συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ οδήγησαν την τότε κυβέρνηση (έστω πρόσκαιρα) να εγκαλέσει το ΚΚΕ για εμφυλιοπολεμική τακτική. Γνωστός μάλιστα δημοσιογράφος πρότεινε τότε την... αναστολή άρθρων του Συντάγματος. Κάτι παραπάνω από φθηνή προπαγάνδα, αυτή οδηγούσε απευθείας στην ουσία της κοινωνικής σύγκρουσης. Μικρότερης εμβέλειας, η πρόσφατη μεμονωμένη αναφορά στα “γουναράδικα” από βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, και άλλες ακραίες αντεγκλήσεις,, στοχεύει μάλλον σε ένα προκλητικό περιτύλιγμα μια έντονης πολιτικής σύγκρουσης, παρά εξυπηρετεί κάποια άλλη ανάγκη.

Γιατί όμως η υπαρκτή αυτή διαπάλη δεν εκφράζεται με σημερινούς όρους; Γιατί είναι αναγκαία η προσφυγή στο απώτατο παρελθόν;  

Η πολιτική για να επικρατήσει χρειάζεται ένα ηθικό θεμέλιο. Και ενώ ο εμφύλιος είχε αναμφισβήτητο νικητή, αυτός δεν κατέκτησε ποτέ το αναγκαίο ηθικό έρεισμα που θα του επέτρεπε την ιδεολογική του ηγεμονία, για τους ακόλουθους τρεις λόγους: η εθνικόφρων παράταξη (α) επεδίωξε συνειδητά και στρατηγικά το ένοπλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την εαμική αριστερά, (β) νομιμοποίησε τον κατοχικό δοσιλογισμό (πρωτόγνωρο φαινόμενο στην μεταπολεμική Ευρώπη) στο όνομα του αντικομμουνισμού και (γ) εγκαθίδρυσε το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, το δικό μας, ελληνικό πολιτικό απαρτχάιντ. Η νίκη είναι λειψή χωρίς την ηθική δικαίωση και στην Ελλάδα είχαμε ξερονήσια και όχι γκούλαγκ. Υπό αυτό το πρίσμα, η όποια αξίωση δικαίωσης του νικητή φαίνεται χλωμή ακόμα και πάνω στα πολιτικά ερείπια του σοβιετικού κομμουνισμού, αν θεωρήσουμε ότι τα ιστορικά “what if” έχουν έστω κάποια αξία ήδη 23 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Και η ήττα όμως, συντριπτική πρωτίστως για τις ανθρώπινες ψυχές που ισοπέδωσε, θα ήταν οριστικά ισοπεδωτική για την αριστερά αν οι τρεις λόγοι που υπονόμευσαν το ηθικό θεμέλιο του νικητή δεν αποτελούσαν ταυτόχρονα και την ελπίδα για την ιστορική ηθική αποκατάσταση του ηττημένου, η οποία σκιάζεται και από τις καταγραφές των δικών του φρικαλεοτήτων του πολέμου, ειδικά στην ύπαιθρο, και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Έτσι, παρόλο που πολλά λέγονται περί ιδεολογικής ηγεμονίας, η αλήθεια είναι ότι αυτή μένει ακόμα απόρθητη, γιατί απλούστατα αναζητά την ηθική θεμελίωση της πολιτικής σε λάθος ιστορικές συντεταγμένες. Αναζητάται ως ηθική και ψυχολογική δικαίωση στις σφαίρες του πρώτου Δεκέμβρη και του τελευταίου Αυγούστου, ενώ το σήμερα θέτει αμείλικτα ερωτήματα και άμεσες προκλήσεις. Για αυτό και συνεχώς οδηγούμαστε στην πολιτική διάψευση της ηθικής προσδοκίας.

Το ηθικό θεμέλιο της πολιτικής, όμως, δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στις πολιτικές του σήμερα και το αύριο δεν μπορεί να αύριο δεν μπορεί να χτιστεί σε ανακυκλωμένες λειψές μνήμες γύρω από μια κηλίδα αίματος. Η ιστορική γνώση είναι επίκουρος της πολιτικής και όχι αναπληρωτής της ανεπάρκειάς της και η μελέτη της δεν άγεται μέχρι να καθίσταται γενικό εγχειρίδιο χρήσης της πραγματικότητας. Η επιστροφή στα σχήματα του εμφυλίου φανερώνει αδυναμίες στην πολιτική ανάλυση και απουσία πολιτικού σχεδίου. Και σε μια εποχή και μια κοινωνία που αναζητά προοπτική, είναι πλέον αβάστακτη πολιτική κοινοτοπία.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Δικηγορία και Δικαιοσύνη: Το μέλλον κτίζεται τώρα

(δημοσιεύτηκε 16.10.2011 στο www.juria.gr εδώ

Σε μια εποχή με έντονο το αίσθημα της επαγγελματικής και οικονομικής υπαρξιακής ανασφάλειας, η ενασχόληση με τις δομές και λειτουργίες τις δικαιοσύνης, τις διαδικασίες και υποδομές της μπορεί και να συγκρούεται με την συνδικαλιστική μαχητικότητα του δικηγορικού σώματος στην τρέχουσα επικαιρότητα. Ιδίως δε, σε μια εποχή που το δικηγορικό σώμα και το πλαίσιο λειτουργίας του βάλλεται στο όνομα της όποιας αμφίβολης και αποσπασματικής “φιλελεύθερης” καινοτομίας, καλλιεργείται περισσότερο η ετοιμότητα προς διατήρηση των κεκτημένων, το αίσθημα της απειλής έναντι της αλλαγής και εμφανίζεται στο προσκήνιο η αντιπαράθεση με τις συντεταγμένες εξουσίες, με αποκορύφωμα τη δημόσια σύγκρουση του προέδρου του ΔΣΑ με τον εκπρόσωπο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Η τελευταία αφορμή γνωστή: η σχεδιαζόμενη πρόθεση της κυβέρνησης να επεκτείνει τη δικαιοδοσία των συμβολαιογράφων και στην έκδοση συναινετικών διαζυγίων, διαταγών πληρωμής και στην συναινετική προσημείωση ακινήτων ερέθισε τον ήδη αναστατωμένο από τις μεταμνημονιακές ανακατατάξεις δικηγορικό κόσμο.

Δικαίως; Το ερμηνευτικό κλειδί για το αν η τρέχουσα αποχή από τα καθήκοντά μας ήταν απόφαση ορθή είναι η απάντηση στην εξής ερώτηση: “με τις εξαγγελίες αυτές μεταφέρεται δικηγορική ή δικαστική ύλη στους συμβολαιογράφους;”. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι οιοσδήποτε συμβολαιογράφος θα αναλώσει το χρόνο του σε προετοιμασία φακέλων προσημειώσεων και διαταγών πληρωμής, αλλά η προεργασία όπως και σήμερα θα γίνεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους. Και ναι, η διασφάλιση της δικηγορικής παράστασης (της αναγκαίας και από τα πράγματα και άρα αυτονόητης για κάθε σώφρονα πολίτη) ενώπιον του συμβολαιογράφου είναι μια θεμιτή και ρεαλιστική διεκδίκηση, αφού παρά το φαινόμενο συγκέντρωσης της σχετικής δικηγορικής τραπεζικής ύλης σε “λίγα χέρια”, εξυπηρετείται και η αποφόρτιση της δικαιοσύνης και τα κλαδικά μας συμφέροντα.
 Αναλόγως μπορεί να ρυθμιστεί και η έκδοση του συναινετικού διαζυγίου. Γιατί όμως, η σχετική διαδικασία να μη δύναται να γίνεται από τους συναινούντες συζύγους χωρίς νομικούς συμπαραστάτες; Και μάλιστα, όχι αμείβοντας, αντί τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, τον συμβολαιογράφο τους, αλλά υποβάλλοντας μια κοινή αίτηση ενώπιον του αρμοδίου ληξιάρχου. Η ανάκτηση του κύρους του δικηγορικού κλάδου περνάει από μια σχέση ειλικρίνειας με την κοινωνία, η οποία πρέπει να τον αντιλαμβάνεται ως αξιοπρεπώς αμειβόμενο για την ποιότητα των υπηρεσιών που παράγει επαγγελματία και όχι ως ο διεκδικητή “δικηγοροσήμου” σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Αν πρέπει, ως κλάδος και ατομικά, να ψέξουμε την πολιτική ηγεσία της δικαιοσύνης, είναι γιατί, χωρίς τη βάσανο της μελέτης, αναμασά ακαίρως σποραδικές ερασιτεχνικές θέσεις ενός κύκλου δημοσιογραφούντων και πολιτικολογούντων, συναδέλφων ή μη, που νιώθουν ότι βρήκαν την ευκαιρία να προωθήσουν τις ιδεοληπτικές και ανεπεξέργαστες θέσεις τους μέσω των επαφών τους με την τρόικα. Και απέναντι σε αυτήν την αναπτυσσόμενη τάση να προβάλλουμε με τρόπο δυναμικό ένα καλοδουλεμένο και ολοκληρωμένο σχέδιο για τη λειτουργία της δικαιοσύνης και του δικηγορικού επαγγέλματος, πριν προλάβουν να το κάνουν τρίτοι.

Δυστυχώς, όμως, ο δικηγορικός συνδικαλισμός ακολουθεί τον μαρασμό της διεκδικητικής δυναμικής της κοινωνίας: εγκλωβίζεται στα χαρακώματα για την αμυντική διατήρηση κεκτημένων θέσεων, προβάλλοντας ένσταση συνταγματικότητας σε κάθε διατυπούμενη πρόταση, χωρίς να αντεπιτίθεται με ένα οργανωμένο πλαίσιο διεκδικήσεων και θεσμικών τομών.

Η ώρα που κτίζεται το μέλλον είναι τώρα. Ας μην είμαστε απόντες.

Παρατηρήσεις στο σχέδιο πδ για τη διαφήμιση των δικηγόρων

(δημοσιεύτηκε 26.7.2011 στο www.juria.gr εδώ)

Όπως ανακοινώθηκε από το ΔΣΑ Το ΔΣ του ΔΣΑ συγκρότησε επιτροπή, προκειμένου να επεξεργασθεί κείμενο σχεδίου του ΠΔ που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Νόμου 3844/2010, με το οποίο καταργούνται όλες οι απαγορεύσεις που υπάρχουν σχετικά με τη διαφήμιση των ελευθέρων επαγγελματιών. Το κείμενο αυτό έχει ήδη δημοσιευθεί προς διαβούλευση στο www.dsanet.gr και όταν οριστικοποιηθεί και εγκριθεί από το ΔΣ, θα προταθεί στον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης. Οι παρακάτω παρατηρήσεις μου στάλθηκαν ήδη στο proedros@dsa.gr

Λέγεται ότι η δικηγορία δεν είναι επάγγελμα αλλά λειτούργημα. Η δικηγορία όμως είναι πρωτίστως επάγγελμα και ο μέσος δικηγόρος ένας επιχειρηματίας που αγωνίζεται σκληρά για τη διατήρηση και διεύρυνση του πελατολογίου του σε μια αγορά προ πολλού κορεσμένη. Σε αυτές τις συνθήκες, το επιτρεπτό της διαφήμισης είναι πλέον conditio sine qua non της επαγγελματικής δραστηριότητάς μας. 

Ο κώδικας δεοντολογίας της CCBE δε φαίνεται να γνωρίζει περιορισμούς στην προβολή του δικηγόρου. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος χυδαίας εμπορευματοποίησης των δικηγορικών υπηρεσιών και υποβάθμισης του ήδη τρωμένου κύρους του δικηγόρου, επιβάλλει τη θέσπιση κανόνων και περιορισμών στη διαφήμισή μας. Υπαίθριες διαφημίσεις με σύνθημα «Δεν είναι αργά να ζήσεις τη ζωή σου – πάρε διαζύγιο» ή τηλεοπτικά μηνύματα τύπου «Είχες ατύχημα; Κάλεσέ μας γρήγορα γιατί τρέχει παραγραφή» που έχουμε δει σε άλλες χώρες πρέπει να αποφευχθούν.

Όμως, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που θα προβλεφθούν θα πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας και να συνάδουν με το πνεύμα της παραγράφου 2 του άρθρου 25 ν. 3844/2010, η οποία ορίζει τα κριτήρια με βάση τα οποία είναι θεμιτοί οι τυχόν περιορισμοί. Έτσι, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι η επαγγελματική διαφήμιση θα πρέπει να τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες που συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο και ιδιαίτερα αυτούς οι οποίοι είναι συναφείς με την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα του επαγγέλματος, καθώς και το επαγγελματικό απόρρητο, κατά τρόπο συνάδοντα με τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος. Ρητά ορίζεται ότι οι επαγγελματικοί κανόνες για τη διαφήμιση δεν πρέπει να δημιουργούν διακρίσεις, οφείλουν να δικαιολογούνται αντικειμενικά από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και να είναι αναλογικοί.

Η αίσθηση, όμως, που δημιουργείται διαβάζοντας το υπό διαβούλευση σχέδιο είναι ότι εκκινεί από την απαγόρευση διαφήμισης, επιτρέποντάς την κατ’ εξαίρεση και όχι το αντίστροφο. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 2 του σχεδίου:

«Άρθρο 2
Ειδικότερα επιτρέπεται:
(α) η δημοσίευση και κυκλοφορία επαγγελματικών καρτών με στοιχεία επικοινωνίας και αναφορά είτε σε επιστημονική ειδίκευση, ως ορίζεται ανωτέρω, είτε σε τομέα δραστηριότητας, εφόσον τα στοιχεία είναι ακριβή.
(β) η καταχώριση αγγελίας σε τηλεφωνικούς ή άλλους καταλόγους επικοινωνίας, σε τοπικά, εθνικά ή διεθνή ευρετήρια δικηγόρων ή άλλα ευρετήρια που εκδίδονται στον τομέα των υπηρεσιών, έντυπα ή ηλεκτρονικά.
(γ) η δημιουργία και παρουσίαση επαγγελματικής ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με το κατά τα ως άνω επιτρεπόμενο περιεχόμενο.»

Προβλέπει δηλαδή το ως άνω άρθρο ότι μπορούμε να τυπώνουμε επαγγελματικές κάρτες, να καταχωρούμαστε σε καταλόγους (directories) και να αναρτούμε την επαγγελματική μας κάρτα στο διαδίκτυο. Πρόκειται πραγματικά για ένα minimum επικοινωνίας το οποίο δεν προσθέτει τίποτα στη επικοινωνία του δικηγόρου όπως υπήρχε και πριν την νομοθετική άρση της απαγόρευσης διαφήμισης.

Ειδικότερα, η πρόβλεψη ότι η επαγγελματική ιστοσελίδα μπορεί να περιλαμβάνει τα στοιχεία επικοινωνίας και αναφορά σε επιστημονική ειδίκευση ή σε τομέα δραστηριότητας παραγνωρίζει την επικοινωνιακή δύναμη του διαδικτύου και τη σημασία μιας επαγγελματικής ιστοσελίδας για την διεύρυνση της πελατείας του δικηγόρου. Όσοι τυγχάνουν να χειρίζονται υποθέσεις εντολέων με κατοικία ή έδρα στο εξωτερικό, γνωρίζουν ότι κάθε τέτοιος υποψήφιος πελάτης στην επαγγελματική ιστοσελίδα του δικηγόρου επαφίεται για να σχηματίσει άποψη για την εμπειρία και ποιότητα των υπηρεσιών που αυτός προσφέρει. Και δεν είναι μόνο η αναφορά του τομέα εξειδίκευσης· είναι η όλη παρουσίαση της ιστοσελίδας, το πλούσιο περιεχόμενό της και η αισθητική της κατασκευής της που αποτελεί προϋπόθεση ανάθεσης της εντολής. Η σημασία της επαγγελματικής ιστοσελίδας ενισχύεται και ως προς τους Έλληνες πελάτες, καθώς όλο και περισσότεροι αναζητούν πληροφορίες για δικηγόρους στο διαδίκτυο. 

Έτσι, μια επαγγελματική ιστοσελίδα, πέρα από τα αναφερόμενα στο σχέδιο στοιχεία, θα πρέπει να μπορεί π.χ. να περιλαμβάνει: βιογραφικό του δικηγόρου και αν πρόκειται για πολυπρόσωπο σχήμα των δικηγόρων και των συνεργατών τους, συνοδευόμενα από φωτογραφίες τους, κείμενα με επικοινωνιακό χαρακτήρα (π.χ. για τη «φιλοσοφία» και ιστορία του δικηγορικού γραφείου), στοιχεία «εταιρικής ταυτότητας» όπως λογότυπο, πληροφοριακό υλικό για συγκεκριμένα νομικά ζητήματα και FAQs (συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις), σχέδια εξουσιοδοτήσεων για την ανάθεση υπόθεσης.

Ορθότερο, λοιπόν, θα ήταν το σχέδιο πδ να μην απαριθμεί τις μορφές διαφήμισης και τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο της διαφημιστικής επικοινωνίας και να κρίνεται το περιεχόμενό της με βάσει τις γενικές αρχές που θέτει το ίδιο το σχέδιο για τη διαφήμιση: να γίνεται με τρόπο που να συνάδει με το κύρος και την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος (αρ. 1 παρ. 1), να είναι θεμιτή (αρ. 3 περ. α’), να είναι ακριβής, αληθής και μη παραπλανητική (αρ. 3 περ. β’). Θα ήταν αθέμιτο για παράδειγμα ένας δικηγόρος να λειτουργεί ένα ιστολόγιο (blog) στο οποίο θα αναρτούσε κείμενα σχετικά με το αντικείμενο εξειδίκευσης ή ενασχόλησής του;  Θα πρότεινα επίσης την απάλειψη του άρθρου 5 του σχεδίου που προβλέπει υποχρέωση γνωστοποίησης των επαγγελματικών ιστοσελίδων στους δικηγορικούς συλλόγους, καθώς εκκινεί από μια επιφυλακτικότητα και δυσπιστία έναντι των ιστοσελίδων και δημιουργεί περιττό όγκο εργασίας στους δικηγορικούς συλλόγους.  Ο κατασταλτικός έλεγχος σίγουρα αρκεί. 

Οι άκρως περιοριστικές επιτρεπόμενες μέθοδοι διαφήμισης στο υπό διαβούλευση σχέδιο συνοδεύονται και από ρητές απαγορεύσεις. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του σχεδίου απαγορεύεται η αναφορά σε αριθμό υποθέσεων ή ποσοστά επιτυχίας του δικηγόρου σε δικαστηριακές ή άλλες υποθέσεις (αρ. 3 περ. γ’) και σε ονόματα πελατών ακόμα και με την συγκατάθεση τους (αρ. 3 περ. ε’) Οι απαγορεύσεις αυτές δεν φαίνονται δικαιολογημένες, αφού αναμφισβήτητα αφορούν πληροφορίες κρίσιμες για την παροχή θεμιτού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στο διαφημιζόμενο δικηγόρο. Ποιός καλύτερος τρόπος προβολής υπάρχει από το να κάνει γνωστή τη μέχρι σήμερα δραστηριότητά του; 

Σχετικά με την προτεινόμενη απαγόρευση αναφοράς σε προηγούμενη ιδιότητα του δικηγόρου (αρ. 3 περ. η’), αυτή θα ήταν δικαιολογημένη αν η προηγούμενη ιδιότητα ήταν άσχετη με δικηγορικές ή νομικές υπηρεσίες. Έτσι για παράδειγμα, ορθώς θα πρέπει να θεωρείται αντιδεοντολογική η αναφορά δικηγόρου σε ιδιότητα πρώην υφυπουργού ή νομάρχη. Για ποιό λόγο όμως δικηγόρος που θέλει να διαφημίσει την εξειδίκευσή του στο ναυτικό δίκαιο να μη δύναται να αναφέρει ότι υπήρξε νομικός σύμβουλος ναυτιλιακής εταιρίας; Η αναφορά σε προηγούμενη ιδιότητα θα πρέπει να δικαιολογείται όταν συνυφαίνεται και σκοπό έχει να προβάλει την επιστημονική εξειδίκευση και κατάρτιση του δικηγόρου. Μια τέτοια διάκριση στο κείμενο του σχεδίου θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. 

Τέλος, η απαγόρευση αποστολής ομαδικών επιστολών και κάθε είδους εντύπου (άρθρο 3 περ. στ’) είναι πράγματι ένα ζήτημα ευαίσθητο, καθώς εύκολα μπορεί να εκπέσει στην κατηγορία του προεκλογικού φυλλαδίου. Ο αποκλεισμός τους όμως περιορίζει υπέρμετρα τη διαφήμιση του δικηγόρου, καθώς αποτελεί ένα μέσο αποτελεσματικό για να δηλώσει την παρουσία του και την εξειδίκευσή του και να λειτουργήσει ως αφορμή για μια διερευνητική επαφή μεταξύ δικηγόρου και εν δυνάμει πελάτη.  Η υπονοούμενη παραδοχή ότι οι εν δυνάμει πελάτες του δικηγόρου πρέπει να προέρχονται μόνο από τον κοινωνικό του κύκλο έρχεται σε αντίθεση με τη βασική λειτουργία της διαφήμισης που είναι η προσέγγιση υποψηφίων πελατών στους οποίους δεν έχει πρόσβαση με άλλο τρόπο.  Ορθότερο θα ήταν να διευκρινιστεί ότι ο όρος «ομαδική επιστολή» δεν καταλαμβάνει επιστολές προς περιορισμένο αριθμό αποδεκτών, με κριτήριο την εξειδίκευση του δικηγόρου. Έτσι π.χ. δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα δικηγόρου εξειδικευμένου στο μεταφορικό δίκαιο να αποστείλει διαφημιστικές επιστολές προς μεταφορικές εταιρίες. 

Με βάση τα ανωτέρω, θα πρότεινα να επανεξεταστεί το υπό διαβούλευση σχέδιο υπό το πρίσμα της παραγράφου 2 του ν. 3844/2010, ώστε να γίνει πιο «φιλικό» στη διαφήμιση του δικηγόρου, αλλά και να αποφευχθεί ο κίνδυνος απόρριψής του από τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης.

Η οδύσσεια ενός ψηφοφόρου ΔΣΑ

(δημοσιεύτηκε 7.3.2011 στο www.juria.gr εδώ
Ο όρος «προεκλογική δραστηριότητα» είναι μάλλον ευφημισμός για αυτό που κάθε χρόνο ζούμε τις ημέρες των δικηγορικών εκλογών: αφίσες κρεμασμένες στο σχοινί, φυλλάδια και κάρτες υποψηφίων αλλά και τους ίδιους τους υποψηφίους να στέκονται παρατεταγμένοι στην είσοδο του Συλλόγου και να σε χαιρετάνε με τη σειρά και να νιώθεις ότι είσαι ο Ρόκυ Μπαλμπόα και πηγαίνεις προς το ρινγκ (αριστερά: δικηγόρος ψηφοφόρος χαιρετά δικηγόρους υποψηφίους στην είσοδο του ΔΣΑ). Μέχρι που αντιλαμβάνεσαι ότι έτσι φορτωμένος με φυλλάδια, βιβλία και cd που είσαι, έχεις χάσει τα μισά ψηφοδέλτια στο δρόμο γιατί στο επισημαίνει (ποιός άλλος;) ένας υποψήφιος σύμβουλος!

Και θα ήταν ακόμα πιο αστείο να το λέμε και να γελάμε αν δεν υπήρχε σαφής διάταξη στον Κώδικα περί Δικηγόρων: «Απαγορεύεται κάθε προεκλογική δραστηριότητα κατά την ημέρα της εκλογής. Η παράβαση της διάταξης αυτής αποτελεί για τον παραβάτη δικηγόρο βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.» (άρθρο 244 παρ. 3). Αλλά και στο πειθαρχικό να παραπέμπονταν, θα δίκαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, οπότε μικρό το όφελος.

Να’ μαστε καλά λοιπόν και να θυμόμαστε την ατάκα του φίλου Θόδωρου Kαραγιαννάκου στο facebook: Θα ήθελα ο επόμενος Πρόεδρος του ΔΣΑ να ήταν κάποιος που θα έφριττε με την παράταξη των υποψηφίων στις σκάλες του ΔΣΑ. Αλλά κι αυτός που διάλεξα εκεί ήταν... Πάντως, στο β’ γύρο, μέχρι να φτάσεις στον 1ο όροφο, νιώθεις μοναξιά …

Οδηγός εμπορικών σημάτων (trademarks)

Όσα θέλετε να γνωρίζετε για τα εμπορικά σήματα. Για τα υπόλοιπα, ρωτήστε έναν ειδικό! (μπείτε στην ανάρτηση για να δείτε το κείμενο!)
Οδηγός Εμπορικών Σημάτων 2010

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Συντηρητικός τοπικισμός ή δυναμικό brainstorming;

(Δημοσιεύτηκε 9.10.2010 στο www.kalamadata.gr εδώ)

Όλοι οι τοπικοί σύλλογοι των περασμένων δεκαετιών ιδρύθηκαν στη βάση της “επαφής και σύσφιγξης των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των μελών τους”. Τότε που το ταξίδι Αθήνα – Καλαμάτα φανταζόταν ατελείωτο και κουραστικό, συνεπώς η μετάβαση στην ιδιαίτερη πατρίδα δυσχερής και σπάνια, η νοσταλγία αναπληρωνόταν από την επιδίωξη κοινωνικής συναναστροφής με τον συντοπίτη – εσωτερικό μετανάστη. Ένας χορός, μια αρτοκλασία, ίσως μια διάλεξη και ένα τσάι αρκούσαν για να γεμίσει το ετήσιο πρόγραμμα του τοπικού συλλόγου. Είτε στην Αθήνα, είτε στην Αυστραλία, το πρόγραμμα ήταν πάνω-κάτω το ίδιο.

Προφανώς οι συνθήκες αυτές δεν υπάρχουν πλέον. Το περιπετειώδες ταξίδι του παρελθόντος είναι σήμερα μια διαδρομή 2 ½ ή 3 ωρών που γίνεται συνεχώς ευκολότερη και συντομότερη. Η γεωγραφία παύει να είναι εμπόδιο και το ταξίδι αυθημερόν δεν είναι πια μια απίστευτη ταλαιπωρία. Όσοι κατοικούμε στην Αθήνα έχουμε βρει την ισορροπία ανάμεσα στην καθημερινότητα και την επαφή με την Καλαμάτα, με συχνές μεταβάσεις και ολιγοήμερες διακοπές. Από την άλλη και η επικοινωνία με τους συντοπίτες μας στην Αθήνα δεν χρειάζεται ιδαίτερα οργανωτικά σχήματα και συλλογικά μορφώματα. Κακά τα ψέματα, η Μεσσηνία όπως άλλωστε και οι περισσότερες περιοχές της χώρας, δεν έχουν ιδιομορφίες στο βαθμό που έχουν άλλες περιοχές, όπως π.χ. η Κρήτη, ούτε υπάρχει στη δική μας περιοχή αίσθηση παραμέλησης από το αθηνοκεντρικό κράτος. Τα σημεία επαφής, λοιπόν, με έναν Καλαματιανό δεν διαφέρουν από τον τρόπο που επικοινωνείς με κάποιον από την Μυτιλήνη ή τα Γιάννενα.

Για αυτό και οι νέοι σήμερα δεν προσεγγίζουν τους τοπικούς συλλόγους· δεν τους έχουν ανάγκη. Ο κατακλυσμός εμπειριών και νέων παραστάσεων από μια αλλαγή περιβάλλοντος δε βρίσκουν σημείο επαφής με μια νοσταλγική αναφορά στον τόπο καταγωγής που μυρίζει ναφθαλίνη. Αναζητούν το καινούριο, το διαφορετικό, το ενδιαφέρον το απεριόριστο.

Σημαίνει αυτό ότι τοπικοί σύλλογοι, όπως για παράδειγμα ο Σύλλογος Μεσσηνίων Φοιτητών (www.symef.gr) που ιδρύσαμε πριν από δώδεκα χρόνια δεν έχει λόγο ύπαρξης; Η απάντησή μου δεν θα είναι αρνητική· αλλά είναι σαφές ότι απαιτείται ο επαναπροσδιορισμός των στόχων τους και του τρόπου λειτουργίας τους. Ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι η αίσθηση όποιου προσέρχεται σε κάποιο χορό που διοργανώνεται δεν είναι άλλη από την αίσθηση ότι “πάω να δω γνωστούς”, τους περισσότερους από τους οποίους τους συναντά ούτως ή άλλως στην Αθήνα ή στην Καλαμάτα. Η επιτυχία ή μη κάθε εκδήλωσης είναι άσχετη με τον ανύπαρκτο “νόστο” ή τον χαλαρό “τοπικό δεσμό”.

Προφανώς και υπάρχει ανάγκη αναφοράς στην ιδιαίτερη πατρίδα και δήλωσης της τοπικής ταυτότητας. Ο τοπικισμός, όμως, με τους όρους του παρελθόντος έχει σταματήσει να γοητεύει και το κλίμα αυτό είναι αισθητό στους πολλούς ακόμα παρακμάζοντες τοπικούς συλλόγους. Και ο λόγος είναι ότι η εξιδανίκευση ενός στενού γεωγραφικού χώρου και η προσκόλληση σε αυτόν δημιουργεί περιορισμούς και δεν επαληθεύεται από την κοινή πείρα που θέλει μια ανοιχτή σχέση του σύγχρονου νέου με τον κόσμο. Η σχέση του Καλαματιανού και του Μεσσήνιου δεν μπορεί να προσανατολίζεται σε μια συντηρητική αναπαραγωγή τοπικών αναφορών, αλλά οφείλει να είναι μια αμφίδρομη δυναμική σχέση από την οποία ωφελημένος θα είναι πρωτίστως ο τόπος μας από τον πλούτο των εμπεριών και τις δεξιότητες που οι νέοι αποκτούν φεύγοντας. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πώς θα φέρουμε την Καλαμάτα στην Αθήνα, αλλά πώς θα φέρουμε τον πλούτο των γνώσεων και εμπεριών που έχουμε αποκτήσει στη Μεσσηνία, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του σήμερα και να απαντηθούν οι προκλήσεις του αύριο. Μπορούμε να επιλέξουμε, λοιπόν: συντηρητικός τοπικισμός ή δυναμικό brainstorming;

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Αναιδείς σκέψεις για το ρουσφέτι ΙΙ: Το τρίγωνο και ο κύκλος

(Δημοσιεύτηκε 28.9.2010 στο www.kalamadata.gr εδώ)

Αν ρωτήσουμε το “μέσο” πολίτη σε ποιο βαθμό η ρουσφετολογική πρακτική αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή για τα εκλογικά αποτελέσματα και για να είμαι πιο συγκεκριμένος, για το ποιο κόμμα θα υπερισχύσει εκλογικά, είμαι απολύτως σίγουρος ότι η αυθόρμητη απάντηση θα ήταν ενθουσιωδώς υπερθετική: “θα ψηφίσω αυτόν που θα διορίσει το παιδί μου”, ακούμε δεξιά-αριστερά του πολιτικού άξονα και έτσι θεωρούμε και εμείς δεδομένο ότι αυτό θέλει ο λαός, αυτό κάνουν και οι πολιτικοί και με αυτόν τον τρόπο εκλέγονται οι κυβερνήσεις.

Προσπάθησα αναιδώς να το αμφισβητήσω. Σκέφτηκα ότι με βάση τα δικά μου εμπειρικά δεδομένα, ο ψηφοφόρος αναζητά το ρουσφέτι ή πιο κομψά “υποβάλλει το αίτημά του”, πρωτίστως σε πολιτευτές που ανήκουν στο δικό του πολιτικό χώρο, στο κόμμα που έχει συνηθίσει σταθερά και απαρέγκλιτα να ψηφίζει. Ο ψηφοφόρος, απευθύνεται στον πολιτευτή του κόμματος που έχει προεπιλέξει, τον “δικό του άνθρωπο”, με τον οποίο νιώθει άνετα και οικεία και σκέφτεται ότι ήρθε και η ώρα να του ανταποδώσει το καλό που του έχει κάνει με το να του χαρίζει την ψήφο του.

Αντιθέτως, ο πολιτευτής του αντιπάλου κόμματος, είναι ξένος και απόμακρος, έχει τους δικούς του ανθρώπους που έχουν προτεραιότητα και οποιαδήποτε προσέγγισή του έχει να υπερκεράσει και το ψυχικό χάσμα των συναισθημάτων ενοχής που νιώθει ακόμα και ο αμνός που αποδρά από το ποιμνιοστάσιο. Αν τα παραπάνω είναι έστω και κατά το ήμισυ αληθή και τέτοιες μετακινήσεις μάλλον λιγοστές, τότε μπορούμε ήδη από τώρα να πούμε ότι καταρχήν, ο μηχανισμός του ρουσφετιού δεν έχει τη δύναμη να μεταβάλλει την εκλογική συμπεριφορά ουσιώδους τμήματος των ψηφοφόρων.

Το ερώτημα όμως επικρέμαται αμείλικτο: Για ποιο λόγο συντηρείται ο ρουσφετολογικός μηχανισμός;
Το ρουσφέτι συντηρείται από το πολιτικό σύστημα γιατί εξακολουθεί να είναι η πιο κρίσιμη μεταβλητή στον ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων βουλευτών του ιδίου κόμματος. Οι έδρες που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα σε κάθε εκλογική περιφέρεια (π.χ. Μεσσηνία, καλή ώρα) είναι συγκεκριμένες ή σχετικώς εύκολα προβλέψιμες. Ο αριθμός των υποψηφίων είναι πάντα μεγαλύτερος από τον αριθμό των εδρών και συνεπώς: όποιος προσφέρει περισσότερα στο ατομικό συμφέρον του ψηφοφόρου έχει και τις περισσότερες ελπίδες να προσμετρήσει την ψήφο του στο σακούλι του. Πρόκειται για ανταγωνισμό υποψηφίων με παρόμοια πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και κομματική τοποθέτηση με λεία της ψήφους πολιτών της ιδίας κομματικής τοποθέτησης.

Ο ρουσφετολογικός ανταγωνισμός λειτουργεί όμως και σε ένα άλλο επίπεδο. Οφέλη επιδιώκουν και πρόσωπα, τα οποία λόγω του ότι κατέχουν κάποια δημόσια θέση ή γενικότερα έχουν αυξημένη κοινωνική επιρροή, αποκτούν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα στους πολιτευτές και τους πολίτες και με αυτό τον τρόπο αυτοαναγορεύονται σε de facto παράγοντες κάθε εκλογικής διαδικασίας. Τα πρόσωπα αυτά είναι οι γνωστοί “κομματάρχες” και ανάλογα πόσα αιτήματα θα διεκπεραιώσουν επιτυχώς, τόσο ισχυρότερη θα είναι η επιρροή τους στο εκλογικό σώμα και τόσο θα διαγκωνίζονται οι πολιτευτές για την εύνοιά τους.

Αν, όμως, ο ρουσφετολογικός μηχανισμός συντηρείται από τους πολιτευτές-βουλευτές και τους τοπικούς κομματάρχες τους, θα μπορούσε ένας πρωθυπουργός, μια κυβέρνηση, με ισχυρή πολιτική βούληση να τον καταπολεμήσει επαρκώς;

Καταρχήν το ρουσφέτι είναι το διαχρονικό αντίδοτο στα προβλήματα και τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και της στρεβλής οικονομικής ελλαδικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αφού το δημόσιο έχει αναποτελεσματικές διαδικασίες εξυπηρέτησης του πολίτη, χρειάζεται η διαμεσολάβηση του βουλευτή αφού η εργασιακή επισφάλεια και οι εξευτελιστικοί μισθοί καταδυναστεύουν τον πολίτη, η προσκόλληση στο δημόσιο είναι όνειρο ζωής. Υπάρχει ανάγκη, λοιπόν, για ρουσφέτι; Υπάρχει, δίχως άλλο και η καταπολέμησή του περνάει αποκλειστικά από τον εκσυγχρονισμό, την ανασύνταξη ή όπως αλλιώς θέλει να το πει καθένας, του κράτους και της οικονομίας.

Όμως, το καίριο ερώτημα, δεν είναι αν μπορεί η εξουσία να καταπολεμήσει τους ρουσφετολογικούς μηχανισμούς το καίριο ερώτημα είναι αν θέλει. Η συντήρηση του τριγώνου ψηφοφόρος – κομματάρχης – πολιτευτής/βουλευτής είναι αναπόσπαστο μέρος της διατήρησης της επιρροής των κομμάτων στην κοινωνία και της εναλλαγής τους στην εξουσία. Μέσω της αναπαραγωγής του προβλήματος, κάθε κόμμα, τη στιγμή που θέλει, μπορεί να κινητοποιήσει και να επηρεάσει αποφασιστικά τους ευνοημένους από τους φορείς του πολίτες, μέχρι και να στήσει έναν δραστήριο προεκλογικό μηχανισμό. Στο πρόσωπο των ευνοημένων ψηφοφόρων, οι κομματικοί σχηματισμοί δεν βλέπουν ψηφοφόρους βλέπουν σιδηρόφρακτους στρατούς. Αν, μάλιστα, η εξυπηρέτησή τους είναι υπό κάποια αίρεση, π.χ. συμβασιούχοι, και ομήρους. Το ρουσφέτι συντηρείται με τις ευλογίες όλων, γιατί εν τέλει εγκλωβίζει τους ψηφοφόρους στο δίχτυ της ανάγκης του πολιτευτή και του κόμματος.

Και έτσι κλείνει ο κύκλος.

Μεσσηνιακαὶ Ἐπιστολαὶ

Έχω τη συνήθεια να περιδιαβαίνω συχνά διαθέσιμα στο διαδίκτυο αρχεία, αναζητώντας με βάση το λήμμα «Καλαμάτα». Σε μια από αυτές τις αναζη...